Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013

Ἰ.Κ. Ἀγγελοπούλου, Βάπτισμα: ἡ ἀρχὴ τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς

Ἰωάννου Κ. Ἀγγελοπούλου,

«Βάπτισμα: ἡ ἀρχὴ τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς»,

Κοινωνία 52 (2009) 251-268

 

1.  Εἰσαγωγὴ

Τὸ Βάπτισμα χαρακτηρίζεται ὡς μία γέννησις σὲ ἕναν νέο κόσμο, μία  νέα ἀρχὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι μία εἴσοδος σὲ ἕνα καινούργιο κόσμο. Ἐξ ἀφορμῆς τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων, τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου μας, θὰ προχωρήσωμε σὲ μία δογματικὴ καὶ ἠθικὴ θεολογικὴ ἐξέτασι αὐτοῦ τοῦ «εἰσαγωγικοῦ μυστηρίου»[1] γιὰ τὴν κατὰ Χριστὸν ζωὴ τῶν πιστῶν.

 2.  Δογματικὴ προσέγγισις

Ἐτυμολογικῶς ἡ λέξις «μυστήριο» συνδέεται μὲ δύο ρήματα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσης: μὲ τὸ ρῆμα «μύω», τὸ ὁποῖο σημαίνει «κλείνω τὰ μάτια» καὶ συνεκδοχικῶς κρατῶ μυστικὸ καὶ μὲ τὸ ρῆμα «μυῶ», τὸ ὁποῖο σημαίνει «κατηχῶ, διδάσκω», εἰσάγω κάποιον σὲ κάποια διδασκαλία ἢ τελετουργία[2]. Ὡς ἐκ τούτου ἡ λέξις «μυστήριο» στὴν ἐκκλησιαστικὴ ὁρολογία ἔχει διπλὸ νόημα: ἀφ’ ἑνὸς ὀνομάζεται μυστήριο ἐπειδὴ κατὰ μυστηριώδη (κρυφὸ) τρόπο ἡ θεία Χάρις ἐνεργεῖ δι’ αἰσθητῶν σημείων (καὶ ὄχι τόσο διότι κάτι κρατεῖται μυστικὸ ἀπὸ τοὺς μὴ χριστιανοὺς) καὶ ἀφ’ ἑτέρου ὀνομάζεται μυστήριο ἐπειδὴ γιὰ τὴν προσέγγισι – κατανόησί του ἀπαιτεῖται μύησις, κατήχησις καὶ διδαχή. Τὸ μυστήριο, λοιπόν, εἶναι μία τελετουργία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία προϋποθέτει μύησι γιὰ τὴν γνῶσι της καὶ συντελεῖται κατὰ μυστικὸ τρόπο ἡ ἐπενέργεια τῆς θείας Χάριτος δι’ ὁρατῶν – αἰσθητῶν σημείων καὶ συμβόλων. Εἰδωλολατρικὰ Μυστήρια καὶ μυστηριακὲς τελετὲς ὑπῆρχαν τὴν ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία ὠργάνωνε τὴν λατρεία καὶ διετύπωνε τὴν διδασκαλία της, ἀλλὰ ἡ ἐπίδρασίς των ἐπὶ τῶν χριστιανικῶν μυστηρίων ἦταν μόνο ἐξωτερικὴ καὶ ἐπιφανειακή, κυρίως λόγῳ τῆς συλλήβδην ἀπορρίψεως τῆς εἰδωλολατρίας ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.

Ἡ λέξις «βάπτισμα» σημαίνει «βυθίζω εἰς ἢ ὑπὸ τὸ ὕδωρ»[3], βουτάω κάτι ἢ κάποιον στὸ νερό, ἐμβαπτίζω ἕνα ἀντικείμενο, καὶ ἐχρησιμοποιήθη ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ θεολογία πρὸς δήλωσιν τοῦ μυστηρίου τῆς εἰσόδου τοῦ ἀνθρώπου στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ κατ’ αὐτὸ γίνεται κατὰ κυριολεξία βύθισις τοῦ ἀνθρώπου στὸ νερό. Ἐκτὸς αὐτοῦ ὑπάρχουν καὶ ἄλλες ὀνομασίες, οἱ ὁποῖες δηλώνουν τὸ ἴδιο μυστήριο. «Ἀλλ’, εἰ βούλεσθε, πρότερον περὶ τῆς προσηγορίας τοῦ μυστικοῦ τούτου καθαρμοῦ διαλεχθῶμεν. Οὐ γάρ ἐστιν ἓν αὐτῷ ὄνομα, ἀλλὰ πολλὰ καὶ παντοδαπά· τὸ γὰρ καθάρσιον τοῦτο καλεῖται λουτρὸν παλιγγενεσίας … Καλεῖται καὶ φώτισμα, … Καλεῖται καὶ βάπτισμα … Καλεῖται ταφή … Καλεῖται περιτομή … Καλεῖται σταυρός …»[4].

Ὡς προτυπώσεις τοῦ βαπτίσματος θεωροῦνται γεγονότα τῆς Π. Διαθήκης σχετιζόμενα μὲ τὸ ὕδωρ, τὰ ὁποῖα προεικόνιζαν τὴν τελετὴ τῆς βαπτίσεως τῶν χριστιανῶν. Τέτοια γεγονότα ὑπῆρξαν ὁ κατακλυσμὸς τοῦ Νῶε, ἡ διάβασις τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτες ὑπὸ τὸν Μωϋσῆ, ἡ διάβασις τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ ὑπὸ τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ. Τὸ ὕδωρ σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις εἴτε κατέστρεφε τὴν ἁμαρτία, εἴτε ἀπελευθέρωνε τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ περιβάλλοντα δουλείας. Αὐτὸς ὁ συμβολισμὸς παραμένει καὶ στὸ βάπτισμα· τὸ ὕδωρ τοῦ βαπτίσματος καταστρέφει τὴν ἁμαρτία καὶ ἐλευθερώνει τὸν βαπτιζόμενο ἀπὸ τὰ δεσμά της, εἰσάγοντάς τον στὸν χῶρο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος ἔχει θεία σύστασι· τὸ συνέστησε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μὲ τὴν ἐντολὴ τὴν ὁποία ἔδωσε στοὺς μαθητὲς καὶ ἀποστόλους Του: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[5]. Ἡ  ἀναγκαιότης τῆς τελέσεώς του φανερώνεται καὶ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας «ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν, οὐ δύναται ἰδεῖν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»[6], καὶ «ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται»[7]. Ἀπὸ τὴν πρώτη, λοιπόν, στιγμὴ τῆς ἐν τῷ κόσμῳ ἱδρύσεως τῆς Ἐκκλησίας ἔχομε τὴν βάπτισι τῶν ἀνθρώπων ὡς τὸν μοναδικὸ τρόπο εἰσδοχῆς τους στὴν κοινότητα τῆς Ἐκκλησίας.

Τὸ Βάπτισμα τελεῖται ὑπὸ τοῦ ἐπισκόπου καὶ τοῦ ἐντολοδόχου αὐτοῦ, τοῦ πρεσβυτέρου. Σὲ ἐξαιρετικὲς περιπτώσεις ὑπάρχει ὡς πατροπαράδοτος συνήθεια ἡ δυνατότης νὰ βαπτίζουν καὶ ἁπλοῖ λαϊκοὶ χριστιανοὶ (ἄνδρες καὶ γυναῖκες) (Βάπτισμα τῆς ἀνάγκης). Ἡ συνήθεια αὐτὴ θεμελιώνεται ἀφ’ ἑνὸς στὴν ἀναγκαιότητα τοῦ βαπτίσματος γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀφ’ ἑτέρου στὴν γενικὴ ἱερωσύνη τῶν λαϊκῶν χριστιανῶν.

Αἰσθητὰ σημεῖα γιὰ τὴν τέλεσι τοῦ βαπτίσματος ἔχομε τὴν τριπλῆ κατάδυσι καὶ ἀνάδυσι σὲ ὕδωρ τοῦ βαπτιζομένου μὲ τὴν ἐπίκλησι ὑπὸ τοῦ λειτουργοῦ τοῦ ὀνόματος τῆς Ἁγίας Τριάδος[8].

Τὸ βάπτισμα εἶναι ἀνεπανάληπτο μυστήριο καὶ παραμένει ἀνεξάλειπτο. Συμφώνως πρὸς τὸν ὅρο τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πιστεύομε «εἰς ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν». Ἀκόμη καὶ στὴν περίπτωσι κατὰ τὴν ὁποία ὁ βαπτισθεὶς χριστιανὸς παρεξέκλινε ἀπὸ τὰ ὀρθὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας καὶ εἰσεχώρησε σὲ κάποια αἵρεσι, δὲν ἐπαναλαμβάνεται τὸ ἔγκυρο βάπτισμά του, ἀλλὰ εἴτε διὰ λιβέλλου, εἴτε διὰ τῆς ἐπαναλήψεως τοῦ μυστηρίου τοῦ Χρίσματος, ἐπανέρχεται ὡς κανονικὸ καὶ ζῶν μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας γιατὶ ὑπάρχει ἕνα καὶ μοναδικὸ βάπτισμα: «ὡς γὰρ εἷς ὁ θεὸς καὶ εἷς ὁ Χριστὸς καὶ εἷς ὁ παράκλητος, εἷς δὲ καὶ ὁ τοῦ κυρίου ἐν σώματι θάνατος, οὕτως ἓν ἔστω καὶ τὸ εἰς αὐτὸν διδόμενον βάπτισμα»[9]. Καὶ ὁ ἅγιος Βασίλειος συμπληρώνει: «Διὰ τοῦτο οὐχὶ Ἰουδαϊκῶς ἐφ’ ἑκάστῳ μολύσματι ἀπολουόμεθα, ἀλλ’ ἓν οἴδαμεν τὸ σωτήριον βάπτισμα· ἐπειδὴ εἷς ἐστιν ὁ ὑπὲρ τοῦ κόσμου θάνατος καὶ μία ἡ ἐκ νεκρῶν ἐξανάστασις, ὧν τύπος ἐστὶ τὸ βάπτισμα»[10].

Ἡ ἐπικράτησις τοῦ γενικοῦ νηπιοβαπτισμοῦ ἔγινε μετὰ τὸν 5ο αἰῶνα[11]. Μέχρι τότε ὑπῆρχαν, βεβαίως, πολλὲς περιπτώσεις νηπιοβαπτισμοῦ, ἀλλὰ γενικῶς οἱ χριστιανοὶ ἐβαπτίζοντο σὲ ὥριμο ἡλικία καὶ ἀφοῦ ἐμαθήτευαν ἐπὶ ἱκανὸ χρόνο στὶς τάξεις τῶν κατηχουμένων. Ὁ νηπιοβαπτισμὸς θεμελιώνεται θεολογικῶς στὴν ἀλήθεια ὅτι μὲ τὸ βάπτισμα πραγματοποιεῖται μία πραγματικὴ γέννησις τοῦ ἀνθρώπου. «Στὴ φυσική του γέννηση κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ συμβάλει μὲ τὴ βούλησή του· τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὸ βάπτισμα. Ὁ ἄνθρωπος παίρνει τὸ ‘εἶναι καὶ ὑποστῆναι’ γιὰ μιὰ τελειωτικὴ πορεία δίχως τὴ συμβολὴ τῆς δικῆς του βούλησης. Στὴν προκειμένη περίπτωση εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ νηπιοβαπτισμὸς σ’ αὐτὴ τὴ θεολογικὴ ἀλήθεια στηρίζεται, καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ. Τὸ νήπιο, ἀλλὰ καὶ ὁ ἐνήλικος, δὲν μποροῦν νὰ συμβάλουν σὲ τούτη τὴ νέα γέννηση»[12]. Βεβαίως, τονίζεται στὰ κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων ὅτι ἡ ἀποτελεσματικότης τῆς Χάριτος τοῦ βαπτίσματος ἀπαιτεῖ τὴν προαίρεσι καὶ συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τὴν τέλεσί του.            «Τοιοῦτον δὲ τὸ τοῦ βαπτίσματος ἀγαθόν. Οὐ γὰρ ἄγχει τὴν γνώμην οὐδὲ κατέχει, ἀλλὰ δύναμις οὖσα, τοὺς μὲν χρωμένους ὤνησε, τοὺς δὲ μὴ χρωμένους οὐδὲν ἐκώλυσε μεῖναι πονηρούς· καθάπερ καὶ τὸ σῶν ἔχειν τὸν ὀφθαλμὸν οὐκ ἂν προσταίη τοῖς ἐν σκότει ζῆν βουλομένοις»[13]. Ὁ νηπιοβαπτισμός, ἐπὶ πλέον, μᾶς ἐνθυμίζει τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου ὅτι «ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»[14]. «Ἀπέχουμε πολὺ ἀπὸ τὴν ἰδέα ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ γίνει Βάπτισμα παρὰ μόνον ὅταν εἶναι ‘κατανοητὸ’ καὶ ‘ἀποδεκτό’, καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ προσφέρεται μόνο στοὺς ‘ἐνήλικες’. Ἴσως ἡ ἔσχατη χάρη τοῦ Βαπτίσματος εἶναι ὅτι μᾶς κάνει πραγματικὰ παιδιά, ὅτι ἀποκαθιστᾶ μέσα μας αὐτὴ τὴν ‘παιδικότητα’ ποὺ χωρὶς αὐτή, σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους τοῦ ἴδιου τοῦ  Χριστοῦ, εἶναι ἀδύνατο νὰ δεχθοῦμε τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ»[15].

 3.       Θεολογία τοῦ Βαπτίσματος

Κατὰ τὴν στιγμὴ τοῦ βαπτίσματος ἐπιτελεῖται μία νέκρωσις τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καὶ μία (ἀνα)γέννησις τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου. «Τὸ μὲν βάπτισμα γέννησις»[16]. Αὐτὴ ἡ νέκρωσις καὶ ἀναγέννησις συντελεῖται μυστικῶς στὸ βάθος τῆς ψυχῆς τοῦ βαπτιζομένου καὶ εἶναι μία πραγματικὴ ἀναδημιουργία - ἀνάπλασις τοῦ ἀνθρώπου. Μάλιστα, ἡ ἀναδημιουργία αὐτὴ εἶναι ὑψηλοτέρα τῆς πρώτης δημιουργίας – πλάσεως τοῦ ἀνθρώπου: «ζωῆς ἀρχὴ τὰ παρόντα καὶ δημιουργία δευτέρα πολλῷ τῆς προτέρας ἀμείνων. Γράφεται γὰρ ἀκριβέστερον ἢ πρότερον ἡ εἰκών, καὶ ὁ ἀνδριὰς εἰς σαφέστερον τὸν θεῖον πλάττεται τύπον»[17]. Ἡ παλιγγενεσία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μία ἀληθὴς ἀνακατασκευὴ αὐτοῦ. «Καὶ τίνος ἕνεκεν, φησίν, εἰ τὰ ἁμαρτήματα ἡμῖν ἅπαντα ἀφίησι τὸ λουτρόν, οὐχὶ λουτρὸν ἀφέσεως ἁμαρτημάτων καλεῖται, οὔτε λουτρὸν καθάρσεως, ἀλλὰ λουτρὸν παλιγγενεσίας; Ὅτι οὐχ ἁπλῶς ἡμῖν ἀφίησι τὰ ἁμαρτήματα, οὐδὲ ἁπλῶς ἡμᾶς καθαίρει τῶν πλημμελημάτων, ἀλλ’ οὕτως ὡς ἂν εἰ ἄνωθεν ἐγεννήθημεν. Καὶ γὰρ ἄνωθεν ἡμᾶς δημιουργεῖ καὶ κατασκευάζει, οὐκ ἀπὸ γῆς διαπλάττον πάλιν, ἀλλ’ ἐξ ἑτέρου στοιχείου τῆς τῶν ὑδάτων φύσεως δημιουργοῦν. Οὐ γὰρ ἁπλῶς ἀποσμήχει τὸ σκεῦος, ἀλλ’ ὁλόκληρον αὐτὸ ἀναχωνεύει πάλιν»[18]. Ἐπειδὴ πρόκειται γιὰ νέα γέννησι τοῦ ἀνθρώπου, γι’ αὐτὸ καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ βαπτίσματος δίνομε ὄνομα στὸν βαπτιζόμενο· «διὰ ταῦτα καὶ ὀνομαστήριός ἐστιν ἡ σωτήριος τοῦ βαπτίσματος ἡμέρα χριστιανοῖς· ὅτι τηνικαῦτα πλαττόμεθα καὶ τυπούμεθα, καὶ εἶδος καὶ ὅρον ἡ ἀνείδεος ἡμῶν καὶ ἀόριστος λαμβάνει ζωή»[19].

Ἡ ἀναγέννησις αὐτὴ συντελεῖται ἕνεκα τῆς συμμετοχῆς τοῦ βαπτιζομένου διὰ συμβόλων στὸν θάνατο, ταφὴ καὶ ἀνάστασι τοῦ Σωτῆρος. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ 6ο κεφ. τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς ἀναλύει μὲ βαθυστόχαστο τρόπο τὴν συμμετοχή μας στὸν θάνατο, ταφὴ καὶ ἀνάστασι τοῦ Σωτῆρος, τὰ ὁποῖα συμβολίζονται μὲ τὶς τρεῖς καταδύσεις καὶ ἀναδύσεις στὸ ὕδωρ. Τὸ ἴδιο διδάσκουν καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἐπὶ παραδείγματι ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας: «Τὸ γὰρ καταδύντα τρισσῶς ἀναδῦναι, τίς οὐκ οἶδεν ὅτι τὸν τριήμερον θάνατον τοῦ Σωτῆρος εἰσάγει καὶ τὴν ἀνάστασιν, ἃ τέλος ἐστι τῆς ὅλης οἰκονομίας;»[20]. Καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀποσαφηνίζει ὅτι ἡ συμμετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸν θάνατο, στὴν ταφὴ καὶ στὴν ἀνάστασι τοῦ Ζωοδότου Χριστοῦ γίνεται δι’ ὁμοιώσεως, διὰ συμβόλου: «σταυρὸς γάρ ἐστι τὸ βάπτισμα. Ὅπερ οὖν ὁ σταυρὸς τῷ Χριστῷ καὶ ὁ τάφος, τοῦτο ἡμῖν τὸ βάπτισμα γέγονεν, εἰ καὶ μὴ ἐπὶ τῶν αὐτῶν· αὐτὸς μὲν γὰρ σαρκὶ καὶ ἀπέθανε καὶ ἐτάφη, ἡμεῖς δὲ ἁμαρτίᾳ ἀμφότερα. Διὸ οὐκ εἶπε Σύμφυτοι τῷ θανάτῳ, ἀλλά, Τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου. Θάνατος μὲν γὰρ καὶ τοῦτο κἀκεῖνο, ἀλλ’ οὐχὶ τοῦ αὐτοῦ ὑποκειμένου· ἀλλ’ ὁ μὲν σαρκὸς ὁ τοῦ Χριστοῦ, ὁ δὲ ἁμαρτίας ὁ ἡμέτερος. Ὥσπερ οὖν ἐκεῖνος ἀληθής, οὕτω καὶ οὗτος»[21].

Καὶ ἐνῷ ἡ συμμετοχὴ γίνεται διὰ συμβόλων (τριπλῆ κατάδυσις καὶ ἀνάδυσις), τὰ ἀποτελέσματα τῆς πράξεως τοῦ μυστηρίου εἶναι πραγματικά, ἐπιφέρουν ὀντολογικὴ ἀλλοίωσι τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ «παλαιὸς» ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας ἀποθνήσκει καὶ ἀνίσταται ὁ «καινὸς» ἄνθρωπος τῆς ἀναμαρτησίας καὶ τῆς χάριτος. Διδάσκει σχετικῶς ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας: «Τὸ γὰρ ὕδωρ τοῦτο ζωὴν τὴν μὲν ἀπόλλυσι, τὴν δὲ ἀναδείκνυσι· καὶ τὸν μὲν παλαιὸν ἄνθρωπον ἀποπνίγει, τὸν δὲ νέον ἀνίστησι»[22]. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ βάπτισμα χαρακτηρίζεται ὡς θάνατος καὶ ἀνάστασις τοῦ ἀνθρώπου: «τὸ γὰρ βάπτισμα οὐδέν ἐστιν ἄλλο, ἢ ἀναίρεσις τοῦ βαπτιζομένου, καὶ ἔγερσις ἐκείνου»[23].

Συνέπεια αὐτῆς τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ ἐγκεντρισμὸς καὶ ἡ ἐνσωμάτωσίς του στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δηλ. στὴν Ἐκκλησία. Στὴν κοινότητα τῶν χριστιανῶν δὲν εἰσέρχεται κάποιος μὲ τὴν ἁπλῆ ἔκφρασι τῆς ἐπιθυμίας του· ἀπαιτεῖται ἡ ὀντολογικὴ ἀνακαίνισίς του, ὥστε νὰ ἀνήκη στὸ ἅγιο καὶ ἀναμάρτητο καὶ θεωμένο Σῶμα τοῦ Κυρίου. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος διεκήρυττε «ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται»[24]. Ὁ βαπτισθεὶς χριστιανὸς καθίσταται, μετὰ τὸ βάπτισμά του, μέλος καὶ μέρος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ τὸ βάπτισμα θανατώνει τὴν ἁμαρτία καὶ ἀναζωογονεῖ τὸν ἄνθρωπο: «Καὶ τοῦτον τὸν τρόπον τῆς ἕξεως καὶ τῆς ἐνεργείας συμπάσης ἁμαρτίας τὸ λουτρὸν καθαροὺς ἀποφαίνει, καθόσον κοινωνοὺς ποιεῖ τοῦ ζωοποιοῦ τούτου θανάτου. Ἐπεὶ δὲ καὶ τῆς ἀναστάσεως μετέχομεν διὰ τὸ λουτρόν, ζωὴν ἡμῖν ὁ Χριστὸς δίδωσιν ἄλλην καὶ μέλη πλάττει καὶ δυνάμεις ἐντίθησιν, ὧν δεήσει πρὸς τὸν μέλλοντα βίον ἀφικομένοις»[25].

Ἡ ἔνταξις τοῦ βαπτιζομένου στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἰσοδυναμεῖ μὲ ἔνδυσι τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς τελετῆς ψάλλομε τὸ τροπάριο «ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε»[26]. Στὸ ἅγιο βάπτισμα συντελεῖται γύμνωσις ἐκ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἔνδυσις τοῦ Χριστοῦ: «Καταδύοντες μὲν γὰρ ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ εὐδοκίᾳ τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς γυμνούμεθα τῇ χάριτι τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ τῶν ἁμαρτιῶν ἀποτιθέμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον καὶ τῇ βασιλικῇ αὐτοῦ δυνάμει ἀναγεννώμεθα καὶ σφραγιζόμεθα· ἀνιόντες δὲ ἐνδυόμεθά τε τὸν Σωτῆρα Χριστόν, στολὴν ἄφθαρτον καὶ ἰσότιμον τοῦ ἀναγεννήσαντος καὶ σφραγίσαντος ἡμᾶς Ἁγίου Πνεύματος»[27]. Ἡ ἔνδυσις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἐνσωμάτωσις στὸ ἅγιο καὶ ἀναμάρτητο Σῶμα Του, δηλ. στὴν Ἐκκλησία, στὴν κοινότητα τῶν χριστιανῶν. Μὲ ἄλλες λέξεις ἔνδυσις τοῦ Χριστοῦ σημαίνει τὴν χριστοποίησι τοῦ χριστιανοῦ· ὁ πιστὸς καθίσταται μικρὸς Χριστὸς (μέλος καὶ μέρος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ). «Καὶ τὸ ὕδωρ ἀναδύντες, αὐτὸν τὸν Σωτῆρα φέρομεν ἐπὶ τῶν ἡμετέρων ψυχῶν, ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, ἐν ἑαυτοῖς τοῖς σπλάγχνοις, ἐπὶ τῶν μελῶν ἁπάντων, ἁμαρτίας καθαρόν, φθορᾶς ἁπάσης ἀπηλλαγμένον, οἷος ἀνέστη καὶ τοῖς μαθηταῖς ὤφθη καὶ ἀνελήφθη, οἷος ἀφίξεται πάλιν τοῦτον ἀπαιτήσων τὸν θησαυρόν»[28].

Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς προβαπτισματικῆς ἀκολουθίας διενεργεῖται μία ἐπίσημος καὶ δημοσία ἀπόταξις μὲν τοῦ διαβόλου, σύνταξις δὲ μὲ τὸν Χριστό. «Πιστεύσαντες γὰρ συντασσόμενοι, ἀποτασσόμενοι τῷ πονηρῷ καὶ παμπονήρῳ ἐχθρῶ, καὶ ὑπισχνούμεθα τῶν μὲν ἀγαθοποιῶν τοῦ Θεοῦ ἐντολῶν ἀντέχεσθαι πάσῃ δυνάμει, πονηροῦ δὲ παντὸς ἀντέχεσθαι  φρονήματος τε καὶ πράγματος»[29]. Τὸ βάπτισμα κατὰ πρῶτον ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὸν διάβολο: «Ὁ Ἰσραὴλ εἰ μὴ παρῆλθε τὴν θάλασσαν, οὐκ ἂν ἐχωρίσθη τοῦ Φαραώ· καὶ σύ, ἐὰν μὴ παρέλθῃς διὰ τοῦ ὕδατος, οὐ χωρισθήσῃ τῆς πικρᾶς τυραννίδος τοῦ διαβόλου»[30]. Κατὰ δεύτερον μὲ τὸ βάπτισμα γίνεται ἡ ἐπίσημος καὶ δημοσία σύνταξις μετὰ τοῦ Χριστοῦ. Κατ’ αὐτὴν τὴν ἐπίσημο στιγμὴ τῆς ὁμολογίας συντάξεως καὶ συνοδοιπορίας μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ἡ Ἐκκλησία ἀρχαιόθεν ἐθέσπισε τὴν ὕπαρξι μαρτύρων - ἐγγυητῶν γιὰ τὴν σταθερότητα τῆς ἀποφάσεως καὶ τὴν πιστότητα στὴν ὑπόσχεσι-ἐπαγγελία τοῦ βαπτιζομένου. Οἱ μάρτυρες - ἐγγυητὲς αὐτοὶ ὠνομάσθησαν ἀνάδοχοι καὶ διετηρήθησαν καὶ μετὰ τὴν γενίκευσι τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ.

Τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἐνεργείας τοῦ βαπτίσματος μποροῦν νὰ διακριθοῦν σὲ ἀρνητικὰ καὶ θετικὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἀρνητικὸ ἀποτέλεσμα θεωρεῖται ἡ παρεχομένη ἄφεσις ἁμαρτιῶν καὶ ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, ἐνῷ θετικὰ ἡ δικαίωσις, ἡ υἱοθεσία, καὶ ἡ σωτηρία/θέωσις. Σημειώνει ὁ ἅγιος Βασίλειος: «Βάπτισμα αἰχμαλώτοις λύτρον, ὀφλημάτων ἄφεσις, θάνατος ἁμαρτίας, παλιγγενεσία ψυχῆς, ἔνδυμα φωτεινόν, σφραγὶς ἀνεπιχείρητος, ὄχημα πρὸς οὐρανόν, βασιλείας πρόξενον, υἱοθεσίας χάρισμα»[31]. Ἡ ἄφεσις τῶν ἁμαρτιῶν σημαίνει τὴν πλήρη ἐξαφάνισι πάσης προσωπικῆς καὶ κληρονομικῆς ἁμαρτίας τοῦ βαπτιζομένου. «Καὶ καθάπερ σπινθὴρ μέσον εἰς πέλαγος ἀχανὲς ἐμπεσὼν εὐθέως ἂν ἀποσβεσθείη, ἢ καὶ ἀφανὴς γένοιτο, τῷ πλήθει τῶν ὑδάτων καταποντισθείς· οὕτω καὶ πᾶσα πονηρία ἀνθρωπίνη, ὅταν εἰς τὴν κολυμβήθραν ἐμπέσῃ τῶν θείων ναμάτων, ἐκείνου ταχύτερον καὶ εὐκολώτερον τοῦ σπινθῆρος καταποντίζεται καὶ ἀφανίζεται»[32]. Ὁ ἄνθρωπος διὰ τῆς συμμετοχῆς του, ὅπως εἴδαμε, στὸν θάνατο, στὴν ταφὴ καὶ στὴν ἀνάστασι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὶς συνέπειές της καὶ ἀναδύεται ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα ἁγνός, καθαρὸς καὶ ἀναμάρτητος, ὅπως οἱ πρωτόπλαστοι πρὸ τῆς πτώσεως. Αὐτὸ ποὺ διατηρεῖται στὸν βαπτισθέντα εἶναι μία ροπὴ πρὸς τὸ κακό, ἡ ὁποία παραμένει ἐφ’ ὅρου ζωῆς, ἀκριβῶς γιὰ νὰ καταδείξη ὁ πιστὸς μὲ τὸν ἀγῶνα του καὶ τὶς ἐπιλογές του τὴν ἐμμονή του πρὸς τὸ ἀγαθό. Θὰ λέγαμε ὅτι ἡ ροπὴ αὐτὴ χρησιμεύει γιὰ τὴν δοκιμασία καὶ ἰσχυροποίησι τῆς βουλήσεώς μας πρὸς τὸ ἀγαθό, δηλ. πρὸς τὸν Θεό. Τὸ βάπτισμα, ἐπίσης, ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου καὶ λειτουργεῖ ὡς προστατευτικὴ σφραγίς: «Οὐδεὶς ἐπιγνώσεταί σε, εἰ ἡμέτερος εἶ, ἢ τῶν ὑπεναντίων, ἐὰν μὴ σημειωθῇ ἐπὶ σὲ τὸ φῶς τοῦ προσώπου Κυρίου. Πῶς ἀντιποιηθῇ σου ὁ ἄγγελος; πῶς δὲ ἀφέληται τῶν ἐχθρῶν, ἐὰν μὴ ἐπιγνῷ τὴν σφραγῖδα; Πῶς δὲ σὺ ἐρεῖς, τοῦ Θεοῦ εἰμι, μὴ ἐπιφερόμενος τὰ γνωρίσματα; Ἢ ἀγνοεῖς, ὅτι τὰς ἐσφραγισμένας οἰκίας ὀλοθρευτὴς ὑπερέβαινεν, ἐν δὲ ταῖς ἀσφραγίστοις κατεφόνευε τὰ πρωτότοκα; Ἀσφράγιστος θησαυρὸς εὐεπιχείρητος κλέπταις· πρόβατον ἀσημείωτον ἀκινδύνως ἐπιβουλεύεται»[33].

Κατὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα «τοῦτο τοῦ βαπτίσματος τὸ ἔργον· ἁμαρτιῶν ἀπολῦσαι, ἀνθρώπῳ Θεὸν καταλλάξαι, Θεῷ τὸν ἄνθρωπον εἰσποιῆσαι, ὀφθαλμὸν ταῖς ψυχαῖς ἀνοῖξαι, τῆς θείας ἀκτῖνος γεῦσαι, τὸ σύμπαν εἰπεῖν, πρὸς τὸν μέλλοντα βίον παρασκευάσαι»[34]. Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης ὁ φιλάνθρωπος Κύριος μὲ τὸ βάπτισμα: «ἤγαγεν ἡμέραν σωτήριον, καθ’ ἣν σύνηθες ἡμῖν καλεῖν εἰς υἱοθεσίαν τοὺς ξένους, εἰς χάριτος μετουσίαν τοὺς πενομένους, εἰς κάθαρσιν ἁμαρτιῶν τοὺς ἐρρυπωμένους τοῖς πλημμελήμασι»[35].

Ὁ κυριώτερος καρπὸς τοῦ βαπτίσματος εἶναι ἡ δικαίωσις τοῦ ἀνθρώπου, ἡ υἱοθεσία του ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς θεώσεώς του. «Οὕτω καὶ ἡμεῖς θείας καὶ ἀπορρήτου / φύσεως γεγόναμεν κοινωνοὶ πάντες,/ τέκνα τοῦ Πατρός, ἀδελφοὶ τοῦ Χριστοῦ δέ,/ Πνεύματι βαπτισθέντες τῷ Παναγίῳ»[36].

Στὴν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας τρία βαπτίσματα ὑπάρχουν, ἰσόκυρα ὡς πρὸς τὰ ἀποτελέσματά τους: τοῦ ὕδατος, τοῦ αἵματος καὶ τῶν δακρύων. Τὸ βάπτισμα τοῦ ὕδατος εἶναι τὸ γνωστὸ καὶ καθιερωμένο βάπτισμα, τὸ βάπτισμα τοῦ αἵματος εἶναι τὸ μαρτύριο καὶ τὸ βάπτισμα τῶν δακρύων ἢ «δεύτερο βάπτισμα» εἶναι τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως. Κατὰ τὸν ἅγιο Βασίλειο τὸ βάπτισμα τοῦ αἵματος εἶναι ἰσοδύναμο μὲ τὸ βάπτισμα τοῦ ὕδατος: «Ἤδη δέ τινες ἐν τοῖς ὑπὲρ εὐσεβείας ἀγῶσιν, ἀληθείᾳ καὶ οὐ μιμήσει τὸν ὑπὲρ Χριστοῦ θάνατον ὑποστάντες, οὐδὲν τῶν ἐκ τοῦ ὕδατος συμβόλων εἰς τὴν σωτηρίαν ἐπεδεήθησαν, ἐν τῷ ἰδίῳ αἵματι βαπτισθέντες»[37]. Τὸ ἴδιο ὑποστηρίζει καὶ ὁ Δίδυμος ὁ Ἀλεξανδρεύς· τὸ μαρτύριο ἐπέχει θέσι Βαπτίσματος: «Ἀλλὰ καὶ οἱ πρὸ βαπτίσματος μαρτυρῆσαι ἐπιτυχόντες, τῷ ἰδίῳ ἀπολουσάμενοι αἵματι, οὕτως ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τοῦ Θεοῦ ἐζωοποιήθησαν»[38].

Σημειώνομε ὅτι ὑπάρχει μία μὴ φανερὰ ἐξωτερικῶς ὀντολογικὴ διάκρισις μεταξὺ τοῦ βεβαπτισμένου καὶ τοῦ ἀβαπτίστου. Αὐτὴ ἡ διάκρισις δὲν γίνεται ἀντιληπτὴ ἐξωτερικῶς, ἀλλὰ παραμένει στὰ ἐσώτερα βάθη τοῦ εἶναι τοῦ χριστιανοῦ. Ὅπως σημειώνει, κατὰ ἐξαίσιο τρόπο, ἀρχαῖο ἐκκλησιαστικὸ κείμενο: «Χριστιανοὶ γὰρ οὔτε γῇ, οὔτε φωνῇ οὔτε ἔθεσι διακεκριμένοι τῶν λοιπῶν εἰσὶν ἀνθρώπων … οἰκεῖ μὲν ἐν τῷ σώματι ψυχή, οὐκ ἔστι δὲ ἐκ τοῦ σώματος· καὶ Χριστιανοὶ ἐν κόσμῳ οἰκοῦσιν, οὐκ εἰσὶ δὲ ἐκ τοῦ κόσμου. ἀόρατος ἡ ψυχὴ ἐν ὁρατῷ φρουρεῖται τῷ σώματι· καὶ Χριστιανοὶ γινώσκονται μὲν ὄντες ἐν τῷ κόσμῳ, ἀόρατος δὲ αὐτῶν ἡ θεοσέβεια μένει»[39]. Τὸ βάπτισμα δὲν ἐπιφέρει ἀναγκαστικῶς αὐτὴν τὴν ἀλλαγή· παρέχει, ὅμως, τὴν δυνατότητα στὸν ἄνθρωπο νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ διαβόλου. «Τὸ αὐτεξούσιον καὶ αὐτοπροαίρετον ἡμῶν οὐ ἀφαιρεῖται τὸ Βάπτισμα· ἀλλὰ ἐλευθερίαν ἡμῖν χαρίζεται, τοῦ μηκέτι καὶ ἄκοντας ἡμᾶς τυραννεῖσθαι ὑπὸ τοῦ διαβόλου. Ἐφ’ ἡμῖν δέ ἐστι μετὰ τὸ Βάπτισμα, ἢ ταῖς ἐντολαῖς ἐμμένειν αὐτοθελῶς τοῦ, εἰς ὃν ἐβαπτίσθημεν, Χριστοῦ τοῦ Δεσπότου Θεοῦ καὶ τῇ ὁδῷ πορεύεσθαι τῶν πραγμάτων αὐτοῦ, ἢ ἐκκλίνειν τῆς εὐθείας ὁδοῦ ταύτης, πρὸς τὸν ἀντίπαλον δὲ καὶ ἐχθρὸν ἡμῶν διάβολον παλινδρομεῖν»[40]. Οἱ μὴ βαπτισθέντες ἄνθρωποι θεωροῦνται ὅτι εὑρίσκονται ὑπὸ τὴν ἐπήρεια καὶ ἐξουσία τῶν δαιμόνων, γι’ αὐτὸ καὶ πρὸ τοῦ βαπτίσματος προηγοῦνται οἱ ἐξορκισμοὶ καὶ ἀφορκισμοί.

 

 

          4.Ἠθικὴ προσέγγισις

Μὲ τὸ βάπτισμα γίνεται ἡ ἔναρξις τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Διδάσκει σχετικῶς ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Ν. Θεολόγος: «Ἐπεὶ οὖν βεβαπτίσμεθα παῖδες ἀναισθητοῦντες, / ὡς ἀτελεῖς καὶ ἀτελῶς δεχόμεθα τὴν χάριν, τῆς πρώτης παραβάσεως λαμβάνοντες τὴν λύσιν· / καὶ τούτου μόνου, ὡς δοκῶ, ἕνεκα καὶ τελεῖσθαι / προσέταξας, ὦ Δέσποτα, λουτρὸν τοῦτο τὸ θεῖον, / ὅπερ οἱ βαπτιζόμενοι ἐντὸς τοῦ ἀμπελῶνος / εἰσέρχονται λυτρούμενοι τοῦ σκότους καὶ τοῦ ᾅδου, / καὶ τοῦ θανάτου καὶ φθορᾶς ὅλως ἐλευθεροῦνται / - ὁ ἀμπελὼν παράδεισος νοεῖταί μοι καὶ ἔστιν, / ἐξ οὗπερ ἐκπεπτώκαμεν πάλιν ἀνακληθέντες -· / καὶ ὥσπερ τότε ὁ Ἀδὰμ ἦν πρὸ τῆς ἁμαρτίας, οὕτω καὶ πάντες γίνονται οἱ γνώσει βαπτισθέντες / πλὴν τῶν οὐ λαβόντων αἴσθησιν νοερὰν ἀναισθήτως, / ἥνπερ ποιεῖ ἐρχόμενον ἐνεργείᾳ τὸ Πνεῦμα»[41].

Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ βαπτίσματος καὶ τοῦ τελουμένου μαζὶ μὲ αὐτὸ μυστηρίου τοῦ Χρίσματος γίνεται ἡ ἔλευσις καὶ σκήνωσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν ψυχὴ τοῦ νεοφωτίστου. Διδάσκει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ἡμεῖς δὲ οὐ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου ἐλάβομεν, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τὸ ἐκ τοῦ Θεοῦ, ἵνα εἰδῶμεν τὰ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ χαρισθέντα ἡμῖν»[42]. Ἡ ἀξιοποίησις τῆς θείας Χάριτος ἀπαιτεῖ τὴν συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου. Κατὰ τοὺς νηπτικοὺς Πατέρες μετὰ τὸ βάπτισμα χρειάζεται ἡ ἐργασία τῶν ἐντολῶν: «Πᾶς βαπτισθεὶς ὀρθοδόξως, ἔλαβε μυστικῶς πᾶσαν τὴν χάριν. Πληροφορεῖται δὲ λοιπόν, κατὰ τὴν ἐργασίαν τῶν ἐντολῶν»[43]. Τὸ παρήγορο εἶναι ὅτι ἡ δωρηθεῖσα Χάρις ἐνεργεῖ ἐς ἀεὶ μυστικῶς: «Ἡ μὲν Χάρις τοῖς ἐν Χριστῷ βαπτισθεῖσι, μυστικῶς δεδώρηται· ἐνεργεῖ δὲ κατὰ ἀναλογίαν τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν. Καὶ κρυφίως μὲν ἡ χάρις βοηθεῖν ἡμῖν οὐ παύεται, ἐφ’ ἡμῖν δέ ἐστι ποιεῖν τὸ ἀγαθὸν κατὰ δύναμιν»[44]. Πῶς ἐνεργεῖ ἡ δωρηθεῖσα Χάρις;  «Πρῶτον μὲν θεοπρεπῶς ἐγείρει τὴν συνείδησιν. Ὅθεν καὶ κακοποιοὶ μετανοήσαντες, τῷ Θεῷ εὐηρέστησαν. Πάλιν ἐν διδασκαλίᾳ τοῦ πλησίον ἐγκέκρυπται. Ἔστι δὲ ὅτε καὶ ἐν ἀναγνώσει τῇ διανοίᾳ παρέπεται καὶ διὰ φυσικῆς ἀκολουθίας διδάσκει τὸν νοῦν τὴν ἑαυτῆς ἀλήθειαν»[45].

Τὸ βάπτισμα συνδέεται μὲ τὴν πίστι· ὄχι τὴν ἁπλῆ - ψιλὴ - διανοητικὴ πίστι, ἀλλὰ μὲ τὴν τελεία – βιωματικὴ - δι’ ἔργων πίστι. Κατὰ τὸν ἅγιο Βασίλειο: «Πίστις δὲ καὶ βάπτισμα, δύο τρόποι τῆς σωτηρίας, συμφυεῖς ἀλλήλοις καὶ ἀδιαίρετοι. Πίστις μὲν γὰρ τελειοῦται διὰ βαπτίσματος, βάπτισμα δὲ θεμελιοῦται διὰ τῆς πίστεως καὶ διὰ τῶν αὐτῶν ὀνομάτων ἑκάτερα πληροῦται»[46]. Τὸ ἴδιο τονίζει καὶ ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος: «Διὰ τοῦτο γοῦν καὶ ὁ Σωτὴρ οὐχ ἁπλῶς ἐνετείλατο βαπτίζειν, ἀλλὰ πρῶτόν φησι, Μαθητεύσατε· εἶθ’ οὕτω· ‘Βαπτίζετε εἰς ὄνομα Πατρός, καὶ Υἱοῦ, καὶ ἁγίου Πνεύματος’· ἵν’ ἐκ τῆς μαθήσεως ἡ πίστις ὀρθὴ γένηται, καὶ μετὰ πίστεως ἡ τοῦ βαπτίσματος τελείωσις προστεθῇ»[47].

Κατὰ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ἡ χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι μυστηριακὴ καὶ ἀσκητικὴ ζωή. Συντελεῖται  ἀπὸ τὴν παρεχομένη (κυρίως διὰ τῶν μυστηρίων) θεία Χάρι καὶ ἀπὸ τὴν συμμετοχὴ - συνεργία τοῦ  ἀνθρώπου, ἡ ὁποία φανερώνεται διὰ τῶν μεθόδων τῆς ἀσκήσεως, τοῦ ἀγῶνος, τοῦ χριστιανοῦ. Σύμβολα τοῦ χριστιανικοῦ ἀγῶνος, ὁ ὁποῖος ἀρχίζει μὲ τὸ βάπτισμα, εἶναι ἡ ἐπάλειψις μὲ ἔλαιο, ὁ λευκὸς χιτών, ἡ σταυροφορία καὶ ἡ τριχοκουρία. Ἡ ἐπάλειψις μὲ  ἔλαιο συμβολίζει τὸν ἰσόβιο ἀγῶνα τοῦ χριστιανοῦ κατὰ τῶν δαιμόνων καὶ συνδέεται μὲ τὴν συνήθεια νὰ ἀλείφωνται μὲ λάδι οἱ ἀθλητὲς τῆς πάλης γιὰ νὰ δυσκολεύεται ὁ ἀγών τους. Διδάσκει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Μάθωμεν τοίνυν ἐντεῦθεν ἤδη τὰς λαβὰς ἐκείνου, πόθεν ἐστὶ πονηρός, πόθεν ἡμῖν εὐκόλως ἐπηρεάσαι δύναται, ἵνα τῶν ἀγώνων παραγενομένων μὴ ξενοπαθῶμεν μηδὲ θορυβώμεθα, καινὰ τὰ παλαίσματα ὁρῶντες, ἀλλ’ ἤδη μεταξὺ ἡμῶν αὐτῶν μελετήσαντες, καὶ τὰς μεθοδείας αὐτοῦ μαθόντες ἁπάσας, μετὰ τοῦ θαρρεῖν ἁψώμεθα τῶν παλαισμάτων πρὸς ἐκεῖνον»[48]. Ὁ λευκὸς χιτὼν συμβολίζει τὴν ἁγνότητα καὶ καθαρότητα τῶν νεοφωτίστων καὶ ἀποτελεῖ ὑπόμνησι γιὰ τὴν διατήρησί του, ἐφ’ ὅρου ζωῆς, καθαροῦ καὶ ἀσπίλου. «Ὁ ἄνθρωπος ποὺ βαπτίζεται βγάζει τὰ συνηθισμένα καὶ παλιὰ ροῦχα του καὶ ντύνεται τὰ καινούρια λευκὰ ἐνδύματα. Αὐτὸ σημαίνει πὼς μὲ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα ἀρχίζει μιὰ πορεία καὶ μιὰ διαδικασία ποὺ τὸ τέρμα της εἶναι ἡ ὁριστικὴ ἀλλαγὴ καὶ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν βαπτίζεται καὶ γίνεται Χριστιανὸς ἀπορρίπτει τοὺς ‘δερματίνους χιτῶνες’, τῆς μεταπτωτικῆς ἀλλοτριωμένης φύσης καὶ ντύνεται τοὺς  ‘λευκοὺς χτιῶνες’ τὴν ‘καινὴ’ δηλαδὴ κατάσταση τῆς 8ης Ἡμέρας»[49]. Ὁ σταυρὸς συμβολίζει τὸν δρόμο τῆς θυσίας καὶ τοῦ ἀγῶνος, τὸν ὁποῖο καλεῖται νὰ ἀκολουθήση κάθε πιστός. Ἡ τριχοκουρία συμβολίζει τὴν ἑκούσιο ὑποδούλωσι τοῦ χριστιανοῦ στὸν Χριστό, τὸν ὁποῖο θεωρεῖ πλέον ὡς τὸν μόνο Δεσπότη καὶ Κύριό του (οἱ δοῦλοι ἐκουρεύοντο ἀπὸ τοὺς δεσπότες τους εἰς ἔνδειξιν κατοχῆς καὶ κυριότητος). Διδάσκει ὁ ἅγιος Βασίλειος ὅτι τὸ βάπτισμα εἶναι ἀρχὴ ἀγῶνος: «Μάθε, διδάχθητι εὐαγγελικὴν πολιτείαν, ὀφθαλμῶν ἀκρίβειαν, γλώσσης ἐγκράτειαν, σώματος δουλαγωγίαν, φρόνημα ταπεινόν, ἐννοίας καθαρότητα, ὀργῆς ἀφανισμόν. Ἀγγαρευόμενος προστίθει· ἀποστερούμενος μὴ δικάζου· μισούμενος ἀγάπα· διωκόμενος ἀνέχου· βλασφημούμενος παρακάλει. Νεκρώθητι τῇ ἁμαρτίᾳ· συσταυρώθητι τῷ Χριστῷ· ὅλην τὴν ἀγάπην μετάθες ἐπὶ τὸν Κύριον»[50].

Μὲ τὸ μυστήριο τοῦ Χρίσματος, τὸ ὁποῖο ἀπὸ αἰώνων τελεῖται μαζὶ μὲ τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, λαμβάνει ὁ νεοφώτιστος τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ συμμετέχει στὸ τριπλὸ ἀξίωμα τοῦ Κυρίου (βασιλικό, ἀρχιερατικὸ καὶ προφητικό).

 

 

          5. Ἐπίλογος

 

Ἡ γνωριμία μὲ τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος εἶναι ἐξαιρετικὴ εὐκαιρία γιὰ τὴν ἀξιοποίησί  του· γιὰ τὴν ἀξιοποίησι τῶν μεγάλων δωρεῶν του, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀγνοοῦμε καὶ ὑποτιμοῦμε. Μᾶς ἔχει δοθῆ κάτι, τὸ ὁποῖο μέχρι τοῦ θανάτου μας ἐνεργεῖ μυστικῶς ἐντὸς ἡμῶν. Τὸ ζητούμενο εἶναι ἡ συνειδητοποίησίς του καὶ ἡ καλλιέργειά του, ὥστε νὰ ἀποδώση «καρπὸν ἑκατονταπλασίονα»[51].

Ὁλοκληρώνομε τὴν εἰσήγησι αὐτὴ ἐπισημαίνοντες τὴν εὐθύνη γονέων καὶ ἀναδόχων γιὰ τὴν διαφώτισι τῶν σὲ νηπιακὴ ἡλικία βαπτιζομένων χριστιανῶν. Αὐτοί, μαζὶ μὲ τοὺς ποιμένες καὶ διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν τοπικὴ ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα, ἀναλαμβάνουν νὰ κατηχήσουν καὶ νὰ μυήσουν στὴν χριστιανικὴ ζωὴ τὸ νεαρὸ βλαστὸ τῆς Ἐκκλησίας.

 

 

 

Βιβλιογραφία

 

Βασιλείου, Προτρεπτικὴ εἰς τὸ ἅγιον Βάπτισμα. ΒΕΠ 54, 133-142.

Γρηγορίου Νύσσης, Πρὸς τοὺς βραδύνοντας εἰς τὸ Βάπτισμα. ΒΕΠ 68, 446-454.

Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία 59, Περὶ τῶν κατὰ τὸ θεῖον Βάπτισμα τελουμένων, ἐκφωνειθεῖσα τὴν παραμονὴν τῶν Φώτων. ΕΠΕ 11, 480-502.

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Κατηχήσεις πρὸς Φωτιζομένους, Α΄- Β΄. PG 49, 223-240.

Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Κατηχήσεις. ΒΕΠ 39, 41-262.

Νικολάου Καβάσιλα, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. SC 355 καὶ 361.

 

Ἀνδρούτσου Χρήστου, Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι: Ἀστήρ, 19562.

Βλάχου Ἱεροθέου, «Ἡ δυναμικὴ τοῦ Βαπτίσματος στὸν σύγχρονο κόσμο», Ἐκκλησία (2000) 611-621.

Γιανναρᾶ Χρήστου, Ἀλφαβητάρι τῆς πίστης, Ἀθήνα: Δόμος, 1986.

Δεληκωστόπουλου Ἀθανασίου, Ἡ πίστη τῶν Ὀρθοδόξων, Ἀθήνα: Ἀποστ. Διακονία, 1992.

Δυοβουνιώτου Κωνσταντίνου, Τὰ Μυστήρια τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1912.

Εὐγενίου Βουλγάρεως, Θεολογικόν, Θεσσαλονίκη: Ρηγόπουλος, 19872.

Εὐδοκίμωφ Παύλου, Ἡ Ὀρθοδοξία, Θεσσαλονίκη: Ρηγόπουλος, 1972.

Θεοδώρου Ἀνδρέα, Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Ἀθήνα: Ἀποστ. Διακονία, 1993.

Καρμίρη Ἰωάννου, Σύνοψις τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1957.

Κασσομενάκη Ἰωάννου - Κόμπου Ἀντωνίου, Ἐγχειρίδιον Δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1970.

Ματσούκα Νίκου, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία, τόμ. Βʹ, Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς, 19882.

Μεταλληνοῦ Γεωργίου, «‘Ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος’ (Ἡ Θεολογία τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος)», Ἐκκλησία (2000) 287-294.

Μητσοπούλου Νικολάου, Θέματα Ὀρθοδόξου Δογματικῆς Θεολογίας, Ἀθῆναι: Παν. Ἀθηνῶν, 1983.

Ρώση Ζήκου, Σύστημα Δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1983.

Σκόντζου Λάμπρου, «Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογικὴ θεώρηση τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ», Ἐφημέριος (1992) 23-25, 78, 137, 157, 213-215.

Τιμιάδη Αἰμιλιανοῦ, Βάπτισμα. Τὸ εἰσαγωγικὸ μυστήριον, Ν.Ἰωνία: Καρδιά, 2000.

Τρεμπέλα Παναγιώτου, Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Γʹ, Ἀθῆναι: Σωτήρ, 19782.

 

Heiser Lothar, Die Taufe in der orthodoxen Kirche, Trier: Paulinus Verlag, 1987.

Lossky Vladimir, μυστικὴ θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 19732.

Schemann Alexander, Ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, Ἀθήνα: Δόμος, 1984.

Staniloae Dumitru, Orthodoxe Dogmatik, Bd. 3, Düsseldorf - Gütersloh: Benziger-Gütersloher VerlagHaus, 1995.

 

 

 



[1] Πρβλ. Αἰμιλιανοῦ Τιμιάδη, Βάπτισμα. Τὸ εἰσαγωγικὸ μυστήριον, Ν.Ἰωνία: Καρδιά, 2000.

[2] Βλ. Νικολάου Λούβαρι, «Μυστικισμός», Ἐγκυκλοπαίδεια Ἥλιος, τόμ. ΙΔ’, σ. 166.

[3] Lidell -  Scott, Μέγα Λεξικὸν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, τόμ. Α’, σ. 479.

[4] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Κατηχήσεις πρὸς φωτιζομένους, Α’, 2 (PG 49, 225).

[5] Ματθ. 28: 19.

[6] Ἰω. 3: 3.

[7] Μαρκ. 16: 16.

[8] Βλ. Νικολάου Μητσοπούλου, Θέματα ὀρθοδόξου δογματικῆς θεολογίας (Ἀθῆναι: Παν. Ἀθηνῶν, 1983), σ. 307-308.

[9] Διαταγαὶ Ἀποστόλων, ΣΤ’, XV, 2   (ΒΕΠ 2, 104).

[10] Μ. Βασιλείου, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, 35 (ΒΕΠ 52, 259).

[11] Βασιλείου Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία (Ἀθῆναι: Ἀστήρ, 19784), σ. 307.

[12] Νίκου Ματσούκα, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία, τόμ. Β’ (Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς, 19882), σ. 477. Πρβλ. Νίκου Ματσούκα, «Ἡ διδασκαλία τοῦ Ν. Καβάσιλα γιὰ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας», Πρακτικὰ Θεολογικοῦ Συνεδρίου γιὰ τὸν Ν. Καβάσιλα (Θεσσαλονίκη: Ἱ. Μητρόπολις, 1984), σ. 126-127.

[13] Νικολάου Καβάσιλα, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Β’ 60   (SC 355, 188).

[14] Ματθ. 18: 3.

[15] Alexander Schmemann, Ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος (Ἀθήνα: Δόμος, 1984), σ. 29.

[16] Νικολάου Καβάσιλα, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Β’, 5   (SC 355, 136).

[17] Νικολάου Καβάσιλα, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Β’, 30   (SC 355, 158).

[18] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Κατηχήσεις πρὸς φωτιζομένους, Α’, 3 (PG 49, 227).

[19] Νικολάου Καβάσιλα, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Β’, 14   (SC 355, 144).

[20] Νικολάου Καβάσιλα, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Β’, 34   (SC 355, 162).

[21] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν πρὸς Ῥωμαίους, ὁμιλία Ι’, 4 (PG 60, 480).

[22] Νικολάου Καβάσιλα, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Β’, 30   (SC 355, 158).

[23] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους, ὁμιλία Θ’, 3 (PG 63, 79).

[24] Μαρκ. 16: 16.

[25] Νικολάου Καβάσιλα, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Β’ 43   (SC 355, 170).

[26] Γαλ. 3: 27.

[27] Διδύμου Ἀλεξανδρέως, Περὶ Τριάδος, Β’, 12   (ΒΕΠ 44, 28).

[28] Νικολάου Καβάσιλα, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Α’, 61   (SC 355, 128-130).

[29] Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία, ΝΘ’, 1 (ΕΠΕ 11, 480-482)

[30] Μ. Βασιλείου, Προτρεπτικὴ εἰς τὸ ἅγιον Βάπτισμα, 2 (ΒΕΠ 54, 135).

[31] Μ. Βασιλείου, Προτρεπτικὴ εἰς τὸ ἅγιον Βάπτισμα, 5 (ΒΕΠ 54, 137).

[32] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Κατηχήσεις πρὸς φωτιζομένους, Α’, 3 (PG 49, 227).

[33] Μ. Βασιλείου, Προτρεπτικὴ εἰς τὸ ἅγιον Βάπτισμα, 4 (ΒΕΠ 54, 137).

[34] Νικολάου Καβάσιλα, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Β’, 101   (SC 355, 230).

[35] Γρηγορίου Νύσσης, Πρὸς τοὺς βραδύνοντας εἰς τὸ Βάπτισμα (ΒΕΠ 68, 446).

[36] Συμεὼν Ν. Θεολόγου, Ὕμνοι, Ν’ (153-156)   (Ἔργα, τ. Γ’, σ. 363).

[37] Μ. Βασιλείου, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, 36   (ΒΕΠ 52, 261).

[38] Διδύμου Ἀλεξανδρέως, Περὶ Τριάδος, Β’, ιβ’ (ΒΕΠ 44, 29).

[39] Πρὸς Διόγνητον, V 1, VI 3-4 (ΒΕΠ 2, 253).

[40] Συμεὼν Ν. Θεολόγου, Κεφάλαια πρακτικὰ καὶ θεολογικά, ρθ’ (Φιλοκαλία, τόμ. Γ’, σ. 258).

[41] Συμεὼν Ν. Θεολόγου, Ὕμνοι, ΝΕ’ (38-51) (Ἔργα, τόμ. Γ’, σ. 400).

[42] Α’ Κορ. 2: 12.

[43] Μάρκου Ἀσκητοῦ, Περὶ τῶν οἰομένων ἐξ ἔργων δικαιοῦσθαι, 92 (Φιλοκαλία, τόμ. Α’, σ. 115).

[44] Μάρκου Ἀσκητοῦ, Περὶ τῶν οἰομένων ἐξ ἔργων δικαιοῦσθαι, ξα’ (Φιλοκαλία, τόμ. Α’, σ. 113).

[45] Μάρκου Ἀσκητοῦ, Περὶ τῶν οἰομένων ἐξ ἔργων δικαιοῦσθαι, ξβ’-ξγ’ (Φιλοκαλία, τόμ. Α’, σ. 113).

[46] Μ. Βασιλείου, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, 28 (ΒΕΠ 52, 253).

[47] Μ. Ἀθανασίου, Κατὰ Ἀρειανῶν, λόγ. Β’, 42 (ΒΕΠ 30, 215).

[48] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Κατηχήσεις πρὸς Φωτιζομένους, Α’, 4 (PG 49, 228).

[49] Εὐθυμίου Στύλιου, Ἄνθρωπος: ἄρσεν καὶ θῆλυ (Ἀθήνα 1990), σ. 117.

[50] Μ. Βασιλείου, Προτρεπτικὴ εἰς τὸ ἅγιον Βάπτισμα, 7 (ΒΕΠ 54, 140).

[51] Λουκ. 8: 8.