Σάββατο 27 Αυγούστου 2016

Κατά τῆς νομιμοποιήσεως τῶν ναρκωτικῶν

Νομιμοποιήστε τα ναρκωτικά και θα προκαλέσετε μια παγκόσμια επιδημία εξάρτησης!

του Αντόνιο Μαρία Κόστα                                        
Σεπτέμβριος 12 2010
«Legalise drugs and a worldwide epidemic of addiction will follow»
© The Observer

     Η αντιπαράθεση μεταξύ όσων ονειρεύονται έναν κόσμο απελευθερωμένο από τα ναρκωτικά κι όσων ελπίζουν σε έναν κόσμο με απελευθερωμένα τα ναρκωτικά, μαίνεται επί χρόνια. Νομίζω πως η διαφωνία μεταξύ νομιμοποίησης και απαγόρευσης θα ήταν πιο παραγωγική αν επικεντρωνόταν στην εξεύρεση του απαραίτητου βαθμού ελέγχου των εξαρτησιογόνων ουσιών (όχι μόνο των ναρκωτικών, μα και του καπνού και του οινοπνεύματος) και του πώς να επιτευχθεί ο έλεγχος αυτός.
Οι ισχύουσες διεθνείς συμφωνίες πολύ δύσκολα αλλάζουν. Όλα ανεξαρτήτως των κράτη του κόσμου συμφωνούν πως οι παράνομες ουσίες αντιπροσωπεύουν μια απειλή κατά της δημόσιας υγείας και πως η παραγωγή, η εμπορία και η χρήση τους θα πρέπει να ελέγχεται. Σχεδόν όλα τα κράτη του κόσμου συμμετέχουν στις συνόδους του ΟΗΕ για τα ναρκωτικά, οι καταστατικές αλλαγές των οποίων χρειάζεται να εγκριθούν από την πλειοψηφία των κρατών-μελών, κάτι που είναι μάλλον απίθανο στο προβλεπτό μέλλον. Από την άλλη, το σημερινό σύστημα επιδέχεται -και χρειάζεται- πολλές βελτιώσεις, ιδίως όπου το ισχύον ελεγκτικό σύστημα προκαλεί πολλές παράπλευρες απώλειες.
Ποιος είναι όμως ο λόγος που υπάρχει τόση αντίσταση στην κατάργηση αυτών των ελαττωματικών ελεγκτικών μηχανισμών; Εν μέρει αυτό οφείλεται στο ότι είναι αδιαμφισβήτητη η επιτυχία τους να μειώσουν τόσο την προσφορά όσο και τη ζήτηση για παράνομες ουσίες.
      Ας δούμε πρώτα την παραγωγή: οι αντιναρκωτικοί έλεγχοι σάρωσαν με δραματικό τρόπο την παγκόσμια παραγωγή οπίου, που το 2007 έφτασε να είναι μόλις το 1/3 εκείνης του 1907. Τι συμβαίνει όμως τα τελευταία χρόνια; Την δεκαετία που μας πέρασε η παγκόσμια παραγωγή κοκαΐνης, αμφεταμινών και «έκστασης» σταθεροποιήθηκε και σε ορισμένες περιπτώσεις μειώθηκε. Η παραγωγή καννάβεως μειώθηκε σε σχέση με το 2004. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, η παραγωγή οπίου μεταφέρθηκε από το «χρυσό τρίγωνο» στο Αφγανιστάν, όπου αυξανόταν εκθετικά για μια περίοδο, πριν να αρχίσει να μειώνεται, αρχής γενομένης από το 2008.
      Το πρώτο μου επιχείρημα αφορά τα πραγματικά στοιχεία: τόσο στο απώτερο παρελθόν όσο και σήμερα, οι έλεγχοι στην παραγωγή ναρκωτικών ουσιών έχουν μετρήσιμα αποτελέσματα.
       Αλλά τι συμβαίνει με τη χρήση; Σήμερα υπάρχουν στον κόσμο 25 εκατομμύρια εξαρτημένοι (που κάνουν καθημερινή χρήση) ή 0.6% του πληθυσμού. Δεκαπλάσιος περίπου (το 5% του παγκοσμίου πληθυσμού) είναι ο αριθμός όσων κάνουν χρήση τουλάχιστο μια φορά το χρόνο. Με δεδομένο πως αυτά τα ποσοστά είναι μικρά, τοποθετήσεις του τύπου «έχουμε πλημμυρίσει από ναρκωτικά» ή «οι πάντες παίρνουν ναρκωτικά» είναι απλά εκτός πραγματικότητας. Από την άποψη αυτή, ο αριθμός χρηστών παράνομων ουσιών είναι ικανοποιητικότατος αν συγκριθεί π.χ. με τους χρήστες καπνού, ενός νομίμου ναρκωτικού που καταναλώνει το 30% του παγκοσμίου πληθυσμού. Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα με το αλκοόλ. Ο καπνός προκαλεί ετησίως 5 εκατομμύρια θανάτους, το αλκοόλ 2 εκατομμύρια, και τα παράνομα ναρκωτικά 200,000.
            Το δεύτερό μου επιχείρημα είναι λογικής φύσεως: αν τα ναρκωτικά ήταν ανεξέλεγκτα, δεν είναι παράλογο να σκεφτούμε πως η εξάρτηση και οι συνεπαγόμενοι θάνατοι θα έφθαναν σε ανάλογα επίπεδα με ό,τι ισχύει σήμερα με το αλκοόλ ή τον καπνό.

Τι συμβαίνει όμως σήμερα με τα ναρκωτικά;
    Στις εύπορες χώρες, η ναρκοεξάρτηση είναι συχνή, αλλά βαίνει μειούμενη. Στη βόρειο Αμερική και την Αυστραλία, έχει μειωθεί κατά την τελευταία δεκαετία, ιδίως στις νεότερες ηλικίες. Στην Ευρώπη, η χρήση οπιούχων μειώθηκε, αλλά αναπληρώθηκε από την επέκταση της κοκαΐνης· η χρήση κάνναβης ή αμφεταμινών σταθεροποιήθηκε ή μειώθηκε. Στις αναπτυσσόμενες χώρες, η χρήση ναρκωτικών ουσιών είναι σπάνια, αλλά αυξάνει. Στη νότιο Αμερική και τη δυτική Αφρική, αυτό αφορά την κάνναβη και την κοκαΐνη· στην Ασία και τη νότιο Αφρική, αφορά την ηρωίνη.
    Το τρίτο μου επιχείρημα έχει τη μορφή μιας υπόθεσης εργασίας: τα πλούσια κράτη αντιμετωπίζουν επιτυχώς την πρόβλημα των ναρκωτικών, αλλά τα αναπτυσσόμενα δε διαθέτουν τα μέσα για να πράξουν το ίδιο.
    Έχοντας τοποθετήσει τους τρεις πυλώνες του συλλογισμού μου (η παγκόσμια προσφορά ναρκωτικών έχει σταθεροποιηθεί· ο καπνός και το αλκοόλ βλάπτουν τη δημόσια υγεία περισσότερο από τα ναρκωτικά· η τάση στη χρήση ναρκωτικών ουσιών είναι καθοδική στις πλούσιες χώρες, αυξητική στις φτωχές), γίνεται φανερό πόσο παράλογο είναι να προτείνονται πολιτικές που θα επιδείνωναν τη ζημία εις βάρος της δημόσιας υγείας, διευκολύνοντας την πρόσβαση στις ναρκωτικές ουσίες, «νομιμοποιώντας» τα.
   Από την άλλη, είναι επίσης αλήθεια πως οι υφιστάμενοι έλεγχοι δεν είναι όσο αποτελεσματικοί θα όφειλαν να είναι. Η αντιαπαγορευτική επιχειρηματολογία θεμελιώνεται ακριβώς πάνω στις παράπλευρες απώλειες που προκαλούν οι ελαττωματικοί έλεγχοι.
   Ας πάρουμε πιο συγκεκριμένα τι συμβαίνει στους τομείς της υγείας, της ασφάλειας, και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
   Η υγεία οφείλει να βρίσκεται στο επίκεντρο του ελέγχου των ναρκωτικών, καθώς η ναρκοεξάρτηση είναι μείγμα γενετικών, ατομικών και κοινωνικών παραγόντων: έχουμε τις γενετικές διαφορές (την προδιάθεση), την παιδική ηλικία (την παραμέληση), τις κοινωνικές συνθήκες (τη φτώχεια). Όμως οι φαρμακολογικές επιπτώσεις της χρήσης ναρκωτικών στον οργανισμό δεν εξαρτώνται από το νομικό τους καθεστώς. Τα ναρκωτικά δεν είναι επικίνδυνα επειδή είναι παράνομα· αντιθέτως, είναι παράνομα επειδή είναι επικίνδυνα! Ατυχώς οι ιδεοληπτικές προσεγγίσεις έχουν αποβάλει το ζήτημα της υγείας από τον πεδίο της αντιπαράθεσης μεταξύ των οπαδών της απαγόρευσης και της νομιμοποίησης, και αυτό αφορά αμφότερα τα στρατόπεδα.
    Την τελευταία πεντηκονταετία, ο λόγος των κυβερνήσεων όσον αφορά τον έλεγχο των ναρκωτικών ήταν ο ενδεδειγμένος· αυτό που χώλαινε ήταν η πρόληψη και η θεραπεία. Η προτεραιότητα δόθηκε λανθασμένα στην καταστολή και την ποινικοποίηση. Με παρόμοιο τρόπο όμως και οι οπαδοί της νομιμοποίησης των ναρκωτικών έχασαν από το οπτικό τους πεδίο το ζήτημα της υγείας. Δίνουν έμφαση στην παροχή προφυλακτικών και αποστειρωμένων συριγγών, ενώ η εξάρτηση αντιμετωπίζεται με πρόληψη, θεραπεία και επανένταξη, και όχι με «κολπάκια» που εξασφαλίζουν κατά το μάλλον ή ήττον την ακίνδυνη χρήση.
     Για να το πούμε διαφορετικά: η διχογνωμία στο ζήτημα των ναρκωτικών μετατράπηκε σε πολιτική αντιπαράθεση. Γιατί όμως να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Δεν βλέπουμε ανάλογες «ιδεολογικές» προσεγγίσεις όσον αφορά π.χ. τη θεραπεία του καρκίνου! Γιατί να είναι τα πράγματα διαφορετικά στο ζήτημα της θεραπείας της εξάρτησης;
      Αλλά υπάρχουν κι άλλα. Τα ναρκωτικά δεν είναι μόνο επιβλαβή στην υγεία, αλλά και ωφέλιμα. Η επέκταση της χρήσης οπιούχων ως παυσίπονων π.χ. θα μπορούσε να άρει τους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες που στερούν από έναν Νιγηριανό που πάσχει από AIDS ή από ένα Μεξικάνο καρκινοπαθή την ανακούφιση που παρέχει η μορφίνη στον Ιταλό ή τον Αμερικανό ομόλογό του. Κι όμως, η άρση αυτής της αδικίας σήμερα δεν είναι δυνατή!
     Ακολουθεί το ζήτημα της ασφάλειας. Τα ναρκωτικά αντιπροσωπεύουν μια απειλή κατά της ασφάλειας -και δε μιλώ μόνο για το ατομικό επίπεδο. Ολόκληρες περιοχές (η κεντρική Αμερική, η Καραϊβική, η Αφρική) έχουν μεταβληθεί σε σταυροδρόμια της διακίνησης ναρκωτικών. Στο Μεξικό, έχει ξεσπάσει ένας αιματηρός πόλεμος μεταξύ των συμμοριών που πασχίζουν να ελέγξουν την αγορά των ΗΠΑ. Τα επιχειρήματα των οπαδών της νομιμοποίησης σε σχέση με το ζήτημα της ασφάλειας είναι εντυπωσιακά, αν και καταλήγουν στο λάθος συμπέρασμα: η απαγορευτική πολιτική, μας λένε, δημιουργεί μια «μαύρη αγορά» ναρκωτικών, οπότε η νομιμοποίησή τους θα αχρήστευε την εγκληματική δραστηριότητα. Ως οικονομολόγος μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως αυτή η λογική στέκει. Αλλά υπάρχουν κι άλλες οικονομικές επιπτώσεις: η νομιμοποίηση των ναρκωτικών π.χ. θα μείωνε πράγματι τα παράνομα κέρδη, αλλά θα αύξαινε ραγδαία το κόστος της δημόσιας υγείας, αφού η διευκόλυνση της πρόσβασης στα ναρκωτικά συνεπάγεται μεγάλη αύξηση της χρήσης και της κατάχρησής τους.
     Το βασικό όμως είναι πως η πολιτική για τα ναρκωτικά δεν μπορεί να καλείται να επιλέξει μεταξύ της προστασίας της υγείας, μέσω της απαγορευτικής πολιτικής ή της εξασφάλισης της δημοσίας τάξεως και ασφάλειας, μέσω της νομιμοποίησής των ναρκωτικών. Χρέος της κοινωνίας είναι να εξασφαλίζει ταυτόχρονα και την υγεία και την ασφάλεια των μελών της.
      Σε έναν κόσμο με ελεύθερα τα ναρκωτικά, οι προνομιούχοι και οι πλούσιοι θα διαθέτουν τα μέσα για να αποθεραπευτούν, ενώ οι φτωχοί θα είναι καταδικασμένοι σε ισόβια εξάρτηση. Τώρα εφαρμόστε αυτή την παρατήρηση σε πλανητικό επίπεδο και φανταστείτε τι θα σήμαινε η ανεξέλεγκτη χρήση ναρκωτικών για τις αναπτυσσόμενες χώρες, χωρίς επιπλέον να εφαρμόζονται εκεί πολιτικές πρόληψης και θεραπείας.
       Η νομιμοποίηση των ναρκωτικών θα εξαπέλυε μια πρωτοφανή επιδημία εξάρτησης κατά του αναπτυσσόμενου κόσμου.
     Τελευταίο αλλά όχι έλασσον, είναι το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε ολόκληρο τον κόσμο, εκατομμύρια άνθρωποι συλλαμβάνονται και φυλακίζονται για παράνομες πράξεις που σχετίζονται με τα ναρκωτικά. Υπάρχουν χώρες που η θεραπεία των ναρκομανών ταυτίζεται με την άσκηση βασανιστηρίων. Έχουμε καταδίκες εις θάνατον, για παραβιάσεις της νομοθεσίας περί ναρκωτικών. Αν και τα ναρκωτικά σκοτώνουν, οι κυβερνήσεις δε θα έπρεπε να σκοτώνουν για τα ναρκωτικά.
  Η αντιπαράθεση μεταξύ νομιμοποίησης και απαγόρευσης των ναρκωτικών πρέπει να πάψει να γίνεται με ιδεολογικούς όρους και να στραφεί στην αναζήτηση του ιδεώδους βαθμού ελέγχου των ναρκωτικών.
    Ο έλεγχος των ναρκωτικών δεν μπορεί να επαφίεται στις κυβερνήσεις: το σύνολο της κοινωνίας πρέπει να αναμειχθεί στην υπόθεση αυτή. Πόσο έτοιμοι είμαστε για κάτι τέτοιο;
           
--------------------------------------------------------------------------------
Ο Antonio Maria Costa είναι διευθυντής του γραφείου του ΟΗΕ για να ναρκωτικά και το έγκλημα 

πρώτη ἀνάρτηση στὴν ἱστοσελίδα: 


Δεν υπάρχουν σχόλια: