Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2017

π. Εὐαγγέλου Πριγκιπάκη, Ἡ Ἐκκλησία καί οἱ αἱρέσεις κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τό Χρυσόστομο

π. Εὐαγγέλου Κ. Πριγκιπάκη, Δρoς Θ.
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ  ΚΑΙ  ΟΙ  ΑΙΡΕΣΕΙΣ
ΚΑΤΑ  ΤΟΝ  ΑΓΙΟ  ΙΩΑΝΝΗ ΤΟ  ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
http://anastasiosk.blogspot.gr/2015/03/blog-post_434.html

1. Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (354-407)[1] ἔζησε σὲ μιὰ ἐποχὴ σκληρῆς δοκιμασίας τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας ἀπὸ τὴ δραστηριότητα τῶν διαφόρων αἱρέσεων καὶ σχισμάτων. Ἡ Ἐκκλησία τῆς γενέτειράς του Ἀντιόχειας, στοὺς κόλπους τῆς ὁποίας ἐργάστηκε ποιμαντικὰ ὡς διάκονος ἀπὸ τὸ 380/381 καὶ ὡς πρεσβύτερος ἀπὸ τὸ 386 μέχρι καὶ τὴν ἐκλογή του στὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 397, ταλανιζόταν ἀπὸ τὸ σχίσμα τῶν «Εὐσταθιανῶν», καθὼς καὶ ἀπὸ τὴν ἔντονη δραστηριότητα παλαιότερων καὶ νεότερων αἱρέσεων, ἀπὸ τὶς ὁποῖες «πρώτη μὲν πάντων αἵρεσις ἡ τοῦ Μαρκίωνος (…) μετ’ ἐκείνην ἡ Σαβελλίου (…) εἶτα ἡ Μαρκέλλου καὶ Φωτεινοῦ (…) εἶτα Παύλου τοῦ Σαμοσατέως (…) εἶτα ἡ τῶν Μανιχαίων (…) μετ΄ ἐκείνας, ἡ τοῦ Ἀρείου», ἀλλὰ καὶ «ἕτεραι»[2], στὶς ὁποῖες περιλαμβάνει προφανῶς καὶ αὐτὴ τῶν ἀκραίων ἀρειανοφρόνων Εὐνομιανῶν ἢ Ἀνομοίων. Οἱ Ἀνόμιοι ἢ Εὐνομιανοὶ διατηροῦσαν ἰσχυρὰ ἐρείσματα τόσο στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου κατεῖχαν τοὺς περισσότερους ἀπὸ τοὺς ναοὺς τῆς πόλεως καὶ διέθεταν ἐπίσκοπο, ὅσο καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ὁ ἱερὸς Πατὴρ συνέχισε μὲ τὸν ἴδιο ζῆλο τὸν ἀντιαιρετικό του ἀγώνα ὡς ἀρχιεπίσκοπος, συμβουλεύοντας τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας νὰ εἶναι ἰδιαίτερα προσεκτικὰ μὲ ὁποιονδήποτε ποὺ θὰ παρουσιάζεται ἀνάμεσά τους ὡς «χριστιανὸς» καὶ νὰ ἐξετάζουν λεπτομερῶς τὸ περιεχόμενο τῆς πίστεως καὶ τῆς διδασκαλίας του, καθὼς «πᾶσαι αἱ αἱρέσεις τοῦτο ὑπέδυσαν τὸ προσωπεῖον»[3].



2. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Ἐκκλησία ποὺ τὸ ὄνομά της ἀποτελεῖ «συμφωνίας ὄνομα καὶ ὁμονοίας»[4], τὸ χαρακτηριστικότερο γνώρισμα καὶ ἡ βαθύτερη αἰτία τῶν αἱρέσεων εἶναι κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο ἡ «φιλονικεία καὶ στάσις καὶ φιλαρχία καὶ ἀπονοία»[5], μὲ σκοπὸ τὴ διάρρηξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας[6]. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς «οὐδὲν οὕτως Ἐκκλησίαν δυνήσεται διαιρεῖν, ὡς φιλαρχία»[7], μητέρα τῶν αἱρέσεων θεωρεῖται ἡ ἐπιθυμία τῆς φιλαρχίας, ἐνῶ τὴν ἀφορμὴ γιὰ τὶς ἐνέργειες τῶν αἱρετικῶν ἀποτελοῦν ἡ σκληροκαρδία καὶ ἡ ἀπουσία τῆς ἀγάπης γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ ἡ ὑπερηφάνεια καθὼς καὶ ἡ ἔλλειψη ταπεινώσεως ἐκ μέρους τους[8], πράγμα ποὺ τοὺς ὁδηγεῖ στὸ νὰ ἐνεργοῦν ἀντιεκκλησιαστικά, καθὼς δὲν ἔχουν ὑγιῆ ἀλλὰ ἀσθενῆ καὶ ἀκάθαρτη πνευματικὴ ζωὴ[9] ἀφοῦ παρέκλιναν ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῶν ἀποστόλων[10], ἐπιφέροντας διάρρηξη στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ διχοστασία στὸ σῶμα τῶν πιστῶν. Ἔτσι, σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὴν Ἐκκλησία ποὺ εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ καὶ ἔχει κεφαλή της τὸ Χριστό, θεμελιωτής, πατέρας καὶ ἀρχηγὸς ὅλων των αἱρέσεων θεωρεῖται ὁ σατανᾶς[11], ὁ ὁποῖος μεταβάλλεται σὲ ἄγγελο φωτὸς καί, χρησιμοποιώντας ὡς ὄργανά του τοὺς ἀρχηγοὺς καὶ πρωτεργάτες τῶν αἱρέσεων, ἐπιδιώκει νὰ στερήσει ἀπὸ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τὴ σωτηρία μὲ τὴ νόθευση τῆς πίστης καὶ τὴν ἀποκοπή τους ἀπὸ τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Σῶμα, ἐφόσον προσπαθεῖ συνεχῶς νὰ ἀντικαταστήσει τὴν ἀλήθεια τοῦ μυστηρίου τῆς θείας ἐν Χριστῷ Οἰκονομίας μὲ τὸ ψεῦδος τοῦ μυστηρίου τῆς ἀνομίας καὶ τῆς ἀσέβειας[12].

3. Ὅσες φορὲς ἀναφέρεται στὶς αἱρέσεις ὁ ἱερὸς Πατήρ, ἐπισημαίνει τοὺς σοβαροὺς κινδύνους ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴ δράση τους[13], καθόσον οἱ ὀπαδοί τους, ποὺ ἔχουν ἀντιεκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ διασποῦν ἐνσυνείδητα τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία, νοθεύουν μὲ τὶς κακοδοξίες τους τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία[14] καὶ λυμαίνονται «τῆς Ἐκκλησίας τὰ δόγματα»[15]. Γι’ αὐτὸ καὶ πρόκειται στὴν πραγματικότητα γιὰ τοὺς «τῆς ἀληθείας ἐχθρούς», οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦν κάθε μέσο καὶ μηχανεύονται ὁτιδήποτε γιὰ νὰ ἀκυρώσουν τὴν ὀρθὴ διδασκαλία γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό[16], μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καθίσταται ἀπαραίτητο νὰ ἀποκόπτονται ἄμεσα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία[17] καὶ νὰ ἀποφεύγεται συστηματικὰ κάθε ἐπικοινωνία μαζί τους ἀπὸ τοὺς πιστούς. Ἐπειδὴ ὁ κίνδυνος διολίσθησης στὸ σχίσμα καὶ τὴν αἵρεση εἶναι ἐξαιρετικὰ σοβαρός, συνιστᾶ νὰ διακόπτονται ἀκόμη καὶ οἱ φιλικοὶ δεσμοὶ ποὺ διατηροῦν μέλη τῆς Ἐκκλησίας μὲ ὀπαδοὺς τῶν αἱρέσεων, προπαντὸς μάλιστα ὅταν δὲν εἶναι ἐπαρκῶς καταρτισμένα καὶ σταθερὰ στὴν πίστη[18]. Τὴν ἀποκοπὴ τῶν αἱρετικῶν ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἀποφυγὴ ἐπικοινωνίας μαζί τους συνιστᾶ ὁ ἱερὸς Πατὴρ γιὰ λόγους διαφύλαξης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας καὶ ἀκεραιότητας τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ἐφόσον οἱ ὀπαδοὶ τῶν αἱρέσεων εἶναι συνήθως ἄνθρωποι περιβεβλημένοι μὲ χριστιανικὸ προσωπεῖο καὶ ὡς «λύκοι βαρεῖς, μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου» (Πράξ. 20, 29) προσπαθοῦν μὲ κάθε τρόπο νὰ ἐξαπατήσουν «τοὺς ἀφελεστέρους» ἀπὸ τοὺς πιστούς[19], πρὸς τοὺς ὁποίους τονίζει νὰ παραμένουν σταθεροὶ στὴν πίστη[20] καὶ παράλληλα νὰ ἐπιδίδονται σὲ ἀγῶνες καὶ «παλαίσματα» γιὰ τὴν ἀπόκρουση καὶ ἀναίρεση τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν[21].

4. Ἡ προσπάθεια τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου νὰ διαφυλάξει τὴν ὀρθοδοξία τῆς πίστης τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ὡς σκοπὸ μαζὶ μὲ τὴ σωτηρία τους νὰ διασφαλίσει καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα, καθότι ἡ ὀρθότητα στὴν πίστη εἶναι ἀδιάρρηκτα συνδεμένη μὲ τὴν ἑνότητα στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ σχίσμα ἀναπόφευκτη συνέπεια τῆς αἱρέσεως ὡς παραφθορᾶς τῆς πίστεως. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὄχι μόνο οἱ αἱρέσεις, ἀλλὰ «τραύματά ἐστι καὶ τὰ ἐν τῇ Ἐκκλησία σχίσματα», γεγονὸς ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ διάσπαση ὡς συνέπεια τοῦ σχίσματος «οὐκ ἔλαττόν ἐστι κακὸν»[22] ἀπὸ τὴν αἵρεση. Ἐπειδὴ μάλιστα ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ στοιχεῖο ἀποφασιστικῆς σημασίας καὶ μοναδικῆς σπουδαιότητας γιὰ τὴν ἐπιτέλεση τοῦ σωτηριώδους ἔργου της μέσῳ τῆς μεταδόσεως τῆς πίστεως στὸν κόσμο, ἡ εὐθύνη ἐκείνων ποὺ προσπαθοῦν νὰ τὴ διασπάσουν, δηλαδὴ τῶν σχισματικῶν καὶ τῶν αἱρετικῶν, εἶναι τεράστια[23]. Ἡ διάρρηξη τῆς  ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, κατὰ τὸ χρυσόστομο Πατέρα, ἀποτελεῖ ἔργο «οὐ μικρόν, ἀλλὰ πάντων ὀλεθριώτερον»[24], γι’ αὐτὸ καὶ τονίζει ὅτι ἡ εὐθύνη καὶ τὸ ἁμάρτημα ὅσων συμπράττουν σὲ ἕνα τέτοιο ἀπεχθὲς ἔργο δὲν μπορεῖ νὰ ἐξαλειφθεῖ ἀκόμη καὶ μὲ τὸ μαρτύριο[25], ἐφόσον, ὅπως τονίζει χαρακτηριστικά, «οὐδὲν οὕτω παροξύνει τὸν Θεόν, ὡς τὸ Ἐκκλησίαν διαιρεθῆναι»[26].

5. Παρόλο ὅμως ποὺ ὁ ἱερὸς Πατὴρ ἀποδοκιμάζει μὲ σφοδρότητα τὶς αἱρέσεις καὶ συνιστᾶ τὴν ἀποφυγὴ τῶν ὀπαδῶν τους, δὲν παύει νὰ ἐνδιαφέρεται ὡς ποιμένας καὶ νὰ μεριμνᾶ γιὰ τὴ σωτηρία τους, τονίζοντας χαρακτηριστικὰ ὅτι ἡ Ἐκκλησία «τὰ γὰρ αἱρετικὰ δόγματα, τὰ παρ’ ὧν παρελάβομεν ἀναθεματίζειν χρή, καὶ τὰ ἀσεβῆ ἐλέγχειν, πᾶσαν δὲ φειδὼ ἀνθρώπων ποιεῖσθαι καὶ εὔχεσθαι ὑπὲρ τῆς αὐτῶν σωτηρίας»[27]. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο φρονεῖ πὼς οἱ ὀπαδοὶ τῶν αἱρέσεων εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀντιμετωπίζονται ἀπὸ τοὺς πιστοὺς μὲ πνεῦμα οἰκονομίας καὶ συγκαταβάσεως[28], κυρίαρχο στοιχεῖο τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ ἀγάπη μέσῳ τῆς ὁποίας «τὰ διεστηκότα συνάπτειν καὶ συνδεῖν εἴωθε»[29]. Σκοπὸς αὐτῆς τῆς στάσεως τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἔναντι τῶν ὀπαδῶν τῶν αἱρέσεων εἶναι ἡ ἐν μετανοία ἐπιστροφή τους στὴν Ἐκκλησία ὡς πνευματική τους Μητέρα[30], πράγμα ποὺ θὰ ἐπιτευχθεῖ μόνο μὲ τὴν συνεπικουρία τοῦ Πνεύματος τῆς χάριτος καὶ τῆς εἰρήνης τοῦ Θεοῦ[31]. Ἔτσι, ἐνῶ ἀποδέχεται καὶ διδάσκει σαφῶς τὸ ἀποστολικὸ «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τίτ. 3, 10-11), τονίζει παράλληλα, χωρὶς νὰ ἀγνοεῖ τὴν παρελκυστικὴ τακτικὴ τῶν αἱρετικῶν ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἄκαρπη διαιώνιση τοῦ διαλόγου μαζί τους, ὅτι τοῦτο δὲν σημαίνει ὁπωσδήποτε καὶ ἐγκατάλειψη τῆς προσπάθειας γιὰ τὴν ἐπάνοδό τους στὴν Ἐκκλησία, καθὼς στὶς αἱρέσεις εἰσρέουν συνεχῶς νέα πρόσωπα ποὺ δὲν ἔχουν δεχθεῖ οὔτε τὴν πρώτη οὔτε τὴ δεύτερη νουθεσία ποὺ ὁ ἀπόστολος ὁρίζει, γι’ αὐτὸ καὶ προτρέπει κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας, «μὴ σίγα, ἀλλ’ ἐπιστόμιζε, τῶν μελλόντων ἀπολλύσθαι κηδόμενος»[32].

6. Τόση μεγάλη εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ χρυσοστόμου Πατρὸς ὡς ἐκκλησιαστικοῦ ποιμένα γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ὀπαδῶν τῶν αἱρέσεων, οἱ ὁποῖοι εἶναι συνήθως πλανημένα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ ὑποστηρίζει πὼς δὲν πρέπει νὰ ἐγκαταλείπεται ὁ ἀγώνας γιὰ τὴ θεραπεία καὶ τὴν ἐπιστροφὴ τοὺς ἀκόμη καὶ ὅταν ἐκεῖνοι ἀντιδροῦν καὶ μάλιστα βίαια, δηλαδὴ «κἂν ὑβρίζωσι, κἂν λακτίζωσι, κἂν ἐμπτύωσι, κἂν ὁτιοῦν ποιῶσι», ἐφόσον «τοὺς γὰρ ἄνθρωπον παραπλήγα θεραπεύοντας ἀνάγκη πολλὰ τοιαῦτα ὑπομένειν» καὶ μάλιστα μέχρι δακρύων[33]. Προκειμένου μάλιστα οἱ αἱρετικοὶ νὰ ἀφυπνιστοῦν, τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀγωνίζονται καὶ νὰ κοπιάζουν τόσο πολύ, ὥστε πολλὲς φορὲς νὰ φτάνουν μέχρι τὰ δάκρυα καὶ τοὺς ὀλοφυρμοὺς μπροστὰ στὸν κίνδυνο τῆς ἀπώλειάς τους[34], καθὼς «τοιοῦτον αὐτῶν τῆς ἀρρωστίας ἐστι τὸ εἶδος»[35], ἀλλὰ ταυτόχρονα κι ἐπειδὴ πολλοὶ μεταβάλλονται καὶ θεραπεύονται, ὥστε «ἀπ’ αὐτῶν τῶν ζιζανίων πολλοὺς εἰκὸς μεταβάλλεσθαι καὶ γενέσθαι σῖτον»[36]. Γι’ αὐτὸ καὶ στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων εἶναι ἀπαράδεκτο, ὅπως τονίζει, νὰ χρησιμοποιοῦν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας πολεμικὰ μέσα μὲ τὰ ὁποῖα θὰ θανατώνουν τοὺς ὀπαδούς τους, θεωρώντας εὐθέως ὡς ἀντιεκκλησιαστικὴ πράξη καὶ νοοτροπία τὸ «κινεῖν ὅπλα καὶ κατασφάττειν τοὺς αἱρετικοὺς»[37], προτρέποντας μάλιστα τὰ ἀγωνιζόμενα μέλη τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἀποφεύγουν, σὲ περίπτωση προκλήσεως, νὰ ἀντιμάχονται τοὺς αἱρετικοὺς ἢ νὰ ἐμπλέκονται σὲ φιλονικίες μαζί τους[38]. Ἀντίθετα, εἶναι ἐπιβεβλημένο νὰ καθοπλίζονται μὲ πνευματικὰ ὅπλα καὶ νὰ ἀγωνίζονται ἐναντίον τους[39] μὴ θέλοντας νὰ πλήξουν τοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ νὰ ἀναιρέσουν τὶς κακόδοξες ἀντιλήψεις τους, διότι «ὁ μὲν γὰρ ἄνθρωπος ἔργον Θεοῦ, ἡ δὲ πλάνη ἔργον τοῦ διαβόλου»[40]. Τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀπαραίτητο συνεπῶς νὰ μισοῦν καὶ νὰ καταπολεμοῦν τὴν αἱρετικὴ κακοδοξία, ἀλλὰ ταυτόχρονα νὰ σέβονται ὡς θεῖο δημιούργημα τὸν κάθε αἱρετικὸ καὶ μάλιστα νὰ τὸν θεωροῦν ὡς θύμα τοῦ σατανᾶ, ἀλλὰ καὶ ὡς ἕναν ἄνθρωπο πνευματικὰ ἀσθενῆ, καθὼς παρασύρθηκε στὴν πλάνη, θεωρώντας πιθανότατα τὴν αἵρεση ὡς «καλὸν εἶναι ἐκ προλήψεως ἢ ἐξ ἀγνοίας»[41]. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅπως τονίζει, «τῷ λόγῳ διώκω, οὐ τὸν αἱρετικόν, ἀλλὰ τὴν αἵρεσιν, οὐ τὸν ἄνθρωπον ἀποστρέφομαι, ἀλλὰ τὴν πλάνην μισῶ, καὶ ἐπισπάσασθαι βούλομαι»[42], προτρέποντας τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας νὰ στρέφονται ἐναντίον τῶν ὀπαδῶν τῶν αἱρέσεων προκειμένου νὰ καταπολεμήσουν τὰ κακόδοξά τους φρονήματα καὶ νὰ ἀνακόψουν εἰρηνικὰ τὴ δράση τους[43], ἀντιτιθέμενα μέχρι τέλους στὶς αἱρετικές τους ἀντιλήψεις[44], πράγμα ποὺ θὰ κατορθώσουν μὲ τὴ θερμουργὸ χάρη καὶ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἄγ. Πνεύματος[45].

7. Τὴν ἀποτελεσματικὴ ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν αἱρετικῶν θὰ κατορθώσουν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας πρωτίστως μὲ τὴν ἄρτια γνώση τῆς Ἁγ. Γραφῆς, ἡ ὁποία, ἐπειδὴ περιέχει τὴν ἀποκαλυφθεῖσα πίστη, καταβάλλει «πάσας τὰς αἱρέσεις»[46] καὶ παρέχει πλήρη καὶ ἀκαταμάχητο πνευματικὸ ὁπλισμὸ[47], καθὼς εἶναι ἀπαραίτητο οἱ πιστοὶ νὰ ἔχουν διαρκῶς γυμνασμένα τὰ ὄργανα τῆς ψυχῆς τους στὴ διάκριση τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, δηλαδὴ τῆς ἀλήθειας ἀπὸ τὴν πλάνη, ἐφόσον ἡ μελέτη τῆς Ἁγ. Γραφῆς ἀσκεῖ τὰ αἰσθητήρια τῆς ψυχῆς ὄχι μόνο στὸ νὰ ἀναγνωρίζουν ἀλλὰ καὶ στὸ νὰ ἀποστομώνουν τοὺς ὀπαδοὺς τῶν αἱρέσεων[48]. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀναφέρεται πολὺ συχνὰ στὴν ἀναγκαιότητα ἐπιμελημένης καὶ ὀρθῆς σπουδῆς τῶν Γραφῶν ἀπὸ τοὺς πιστούς, τονίζοντας ὅτι «μετὰ πολλῆς σπουδῆς τὴν ἀνάγνωσιν τῶν θείων Γραφῶν ποιώμεθα. Οὕτω γὰρ καὶ τῆς γνώσεως ἐπιτευξόμεθα, εἰ συνεχῶς ἐπιῶμεν τὰ ἐγκείμενα»[49], καθὼς μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας θὰ εἶναι σὲ θέση στὴ συνέχεια νὰ ἐντοπίσουν καὶ νὰ ξεχωρίσουν τὰ κακόδοξα φρονήματα τῶν αἱρετικῶν, πράγμα ποὺ θὰ τοὺς ἐξασφαλιστεῖ μόνο «ἀπὸ τῆς τῶν Γραφῶν ἐμπειρίας»[50]. Ἡ σπουδὴ τῆς Ἁγ. Γραφῆς, κατὰ τὸν ἱερὸ Πατέρα, ἀποτελεῖ τὴν ἀσφαλῆ ἐκείνη πύλη γιὰ τοὺς πιστοὺς ποὺ δὲν ἐπιτρέπει στοὺς αἱρετικοὺς ὡς λύκους «ἐπεισελθεῖν», καθότι ἡ ἁγιογραφικὴ κατάρτιση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀποβαίνει «καθάπερ γάρ τις θύρα ἀσφαλής, οὕτως ἀποκλείει τοῖς αἱρετικοῖς τὴν εἴσοδον, ἐν ἀσφαλείᾳ καθιστῶσα ἡμᾶς περὶ ὧν ἂν βουλώμεθα πάντων, καὶ οὐκ ἐῶσα πλανᾶσθαι»[51]. Γι’ αὐτὸ καὶ τονίζει ἰδιαίτερα τὸ γεγονός, ὅτι οἱ ὀπαδοὶ τῶν αἱρέσεων πλανήθηκαν καὶ παρασύρθηκαν στὴν κακοδοξία ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἀγνοοῦν τὴν Ἁγ. Γραφή[52], πράγμα ποὺ τοὺς ὁδηγεῖ στὴν συστηματικὴ παρερμηνεία καὶ τὴν ἠθελημένη διαστροφὴ τοῦ ἀληθοῦς νοήματός της, τὸ ὁποῖο προσπαθοῦν νὰ κατανοήσουν κάθε φορὰ μὴ λαμβάνοντας ὑπόψη τὰ συμφραζόμενα καὶ τὴ νοηματικὴ συνάφεια τῶν ἐδαφίων ποὺ μεταχειρίζονται, ἀπομονώνοντάς τα ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπο κείμενο[53]. Ἐπειδὴ μάλιστα οἱ ὀπαδοὶ τῶν αἱρέσεων ἀγνοοῦν τὶς ἐκκλησιαστικὲς προϋποθέσεις κατανοήσεως τῆς Ἁγ. Γραφῆς, τὴν ἑρμηνεύουν ἐσφαλμένα καταδεικνύοντας στὴν πραγματικότητα «τῇ τῶν οἰκείων λογισμῶν ἀσθενείᾳ»[54], ἐφόσον προσπαθοῦν νὰ θεμελιώσουν τὶς πλάνες τους εἴτε «διεστραμμένως ἀπαγγέλλειν τὰ ἐν ταῖς Γραφαῖς κείμενα, ἢ προστιθέντας ἢ ὑφαιρούντας», μὲ ἀποτέλεσμα νὰ «ἐπιζοφοῦν τὴν ἀλήθειαν»[55], ἀναμιγνύοντας τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως μὲ τὴν πλάνη καὶ παρασύροντας εὔκολα στὴν αἵρεση τοὺς  πλέον «εὐεξαπατήτους» ἀπὸ τοὺς πιστοὺς[56]. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καὶ ὁποιοσδήποτε αἱρετικὸς παρουσιάζει τὶς κακόδοξες θέσεις του ὡς διδάγματα τῆς Ἁγ. Γραφῆς, δὲν κάνει τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ λυμαίνεται καὶ νὰ νοθεύει «δόγματα φρικτὰ καὶ ἀπόρρητα» τῆς  Ἐκκλησίας[57].

8. Ἔχοντας συνεπῶς οἱ πιστοὶ ὀρθὴ καὶ ἀσφαλῆ γνώση τῆς Ἁγ. Γραφῆς, ὄχι μόνο δὲν κινδυνεύουν νὰ ἐκτραποῦν στὴν αἱρετικὴ πλάνη ἢ νὰ παρασυρθοῦν ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ ἀντίθετα θὰ καταφέρουν νὰ ἐλευθερώσουν καὶ πολλὰ ἄλλα ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἔχουν ἐξαπατηθεῖ ἀπὸ τὴν αἱρετικὴ ἀπάτη, ἀπαλλάσσοντάς τα  ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῆς πνευματικῆς τους ἀπώλειας[58]. Γιὰ νὰ ἀποβεῖ ὅμως ἀποτελεσματικὴ ἡ ἁγιογραφικὴ κατάρτιση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας στὸν ἀγώνα τους ἐναντίον τῶν αἱρέσεων, ἀλλὰ καὶ στὴν προσπάθεια ἐπιστροφῆς τῶν ὀπαδῶν τους στὴν Ἐκκλησία, κρίνεται ἀπαραίτητο νὰ συνοδεύεται, κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, ἀπὸ ἀκριβῆ ἐφαρμογὴ τοῦ περιεχομένου τῆς Ἁγ. Γραφῆς στὴ ζωή τους. Καὶ αὐτὸ διότι αὐθεντικὴ χριστιανικὴ ζωὴ σημαίνει κατ’ ἐξοχὴν «πίστις καὶ βίος»[59], δηλαδὴ ἁρμονικὸς συνδυασμὸς φρονήματος καὶ τρόπου ζωῆς, γεγονὸς ποὺ σημαίνει ὅτι οἱ πιστοὶ δὲν ἀρκεῖ νὰ εἶναι μόνο ἐπαρκῶς καταρτισμένοι ἁγιογραφικά, ἀλλὰ νὰ διακρίνονται καὶ ἀπὸ τελειότητα βίου, καθὼς εἶναι ἀπαραίτητο «ἐχώμεθα δὲ διηνεκῶς τῆς ὀρθῆς πίστεως, καὶ βίον ἀκριβῆ καὶ πολιτείαν τοῖς δόγμασιν ἴσην ἐπιδειξώμεθα»[60], κάτι ποὺ ἂν ἀπουσιάζει, τότε «τὰ σεμνά της πίστεως τῆς ἡμετέρας διέβαλε, [καὶ] τὰ πάντα ἀνέτρεψε»[61]. Ἡ συμφωνία τῆς πίστεως μὲ τὴν τελειότητα τοῦ βίου εἶναι ἐπιβεβλημένη γιὰ τοὺς πιστοὺς προκειμένου νὰ καταστεῖ ἀποτελεσματικὴ ἡ προσπάθειά τους γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία, καθὼς εἶναι κοινὰ παραδεκτὸ ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἡγέτες ἢ τοὺς ὀπαδοὺς τῶν αἱρέσεων παρουσιάζονται νὰ ζοῦν βίο ἀνεπίληπτο ὡς «προβατόσχημοι λύκοι», μάλιστα δὲ πνευματικότερο καὶ ἀσκητικότερο ἀπὸ πολλὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, πείθοντας καὶ παρασύροντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τοὺς πνευματικὰ ἀδύναμους στὴν πλάνη. Ἀναφερόμενος εἰδικότερα στὸν τρόπο δράσης τῶν αἱρετικῶν παρατηρεῖ, ὅτι οἱ ὀπαδοὶ τους «παρὰ μὲν γὰρ τὴν ἀρχὴν συσκιάζουσιν ἑαυτούς, ἐπειδὰν δὲ πολλὴν λάβωσι τὴν παρρησίαν, καὶ λόγου τὶς αὐτοῖς μεταδῶ τότε τὸν ἰὸν ἐκχέουσιν»[62], σαγηνεύοντας τὰ ἁπλούστερα ἀπὸ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, κάτι ποὺ πράττουν «ἐπειδὴ γὰρ ἴσασιν, ὅτι ἐτέρως οὐκ ἂν γένοιντο εὐπαράδεκτοι, τὸ προσωπεῖον λαβόντες τῆς ἀληθείας, οὕτω τὸ δράμα τῆς πλάνης ὑποκρίνονται (…). Σχῆμα μόνον αὐτοῖς, ἡ δορὰ τοῦ προβάτου ἐπίκειται»[63]. Παρατηρεῖται μάλιστα τὸ φαινόμενο, σημειώνει ὁ ἱερὸς Πατήρ, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, παρόλο ποὺ ἡ διδασκαλία τους εἶναι κακόδοξη, νὰ ἀποκτοῦν μεγάλη ἐπιρροὴ καὶ πειθὼ ἐξαιτίας  τοῦ φαινομενικὰ ὀρθοῦ τρόπου τοῦ βίου τους, καθὼς οἱ ἁπλούστεροι τῶν ἀνθρώπων δὲν ἐξετάζουν τόσο τὴν ὀρθότητα τῆς πίστεώς τους, ὅσο ἐντυπωσιάζονται ἀπὸ τὴν τελειότητα τοῦ βίου ποὺ προβάλλουν, ἐνῶ ὑπάρχουν ἐπίσης πολλοί, οἱ ὁποῖοι, παρόλο ποὺ γνωρίζουν τὸ σφαλερὸ τῆς πίστεως τῶν αἱρετικῶν, ἐν τούτοις τοὺς συμπαθοῦν καὶ προσκολλῶνται σ’ αὐτοὺς ἐξαιτίας τῆς φαινομενικῆς τους πνευματικῆς τελειότητας[64].

9. Ἂν ἡ ἄρτια γνώση τῆς Ἁγ. Γραφῆς καὶ ἡ τελειότητα τοῦ βίου τῶν πιστῶν εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ἀποτελεσματικότερη ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων, ἐξίσου σημαντικὸ εἶναι τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας νὰ διακρίνονται, ὡς ἔκφραση τῆς ὑγιοῦς πνευματικῆς τους κατάστασης, ἀπὸ ἀληθινὴ ἀγάπη, νὰ προσεύχονται, νὰ διαλέγονται  μὲ τοὺς ὀπαδούς τους καὶ νὰ ἀγωνιοῦν γιὰ τὴ σωτηρία τους μὲ σκοπὸ τὴν ἐπαναφορά τους στὴν ἀλήθεια τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, καθὼς πρόκειται, κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, γιὰ ἀνθρώπους πνευματικὰ ἀσθενεῖς ποὺ πάσχουν ἐκ «μανίας ἐσχάτης», ἀλλὰ καὶ ἀπὸ διαταραχὴ τῆς πνευματικῆς τους ὁράσεως[65]. Ἐπειδὴ μάλιστα ἡ αἱρετικὴ κακοδοξία ἀποτελεῖ «ἕλκος ἐν τῇ ψυχῇ φλεγμαῖνον» ποὺ ἔχει ἄμεση ἀνάγκη πνευματικῆς θεραπείας[66], γι’ αὐτὸ καὶ τονίζει ὅτι εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἐπιδεικνύεται πολλὴ στοργὴ καὶ ἀγάπη πρὸς τοὺς πνευματικῶς ἀσθενεῖς αἱρετικοὺς ποὺ ἀδυνατοῦν νὰ ἐνατενίσουν «πρὸς τὸ φῶς τῆς ἀληθείας»[67], ὥστε μὲ μακροθυμία καὶ «μετὰ πολλῆς τῆς ἐπιεικείας πρὸς αὐτοὺς διαλεγόμενοι», νὰ ἀποχωροῦν ἀπὸ τὴν αἱρετικὴ πλάνη καὶ νὰ ἐπανεντάσσονται στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τὴ σπουδαία σημασία καὶ τὴ μεγάλη ἀποτελεσματικότητα τῆς θερμῆς ἀγάπης ποὺ πρέπει νὰ ἐπιδεικνύουν οἱ πιστοὶ πρὸς τοὺς ὀπαδοὺς τῶν αἱρέσεων τονίζει ἐπανειλημμένως στὰ ἔργα του ὁ ἱερὸς Πατήρ, καθὼς δὲν ἀρκεῖ μόνο, ὅπως ὑπογραμμίζει, ἡ ἐμμονὴ στὴν ὀρθόδοξη πίστη, ποὺ εἶναι ἀπαραίτητη καὶ ἀδιαπραγμάτευτη, ἀλλὰ εἶναι ἀπαραίτητο καὶ «τὸ μεῖναι ἀγαπώντας»[68]. Γι’ αὐτὸ  καὶ ὑποδεικνύει ὡς ὀρθότερη στάση ἀπέναντί τους τὸ παράδειγμα τοῦ ἀγαθοῦ Σαμαρείτη[69] πρὸς τὸν τραυματισμένο ἀπὸ τοὺς ληστὲς καὶ αἱρετικὸ γι’ αὐτὸν Ἰουδαῖο, ἐφόσον ἡ πλειονότητα τῶν αἱρετικῶν εἶναι θύματα τῶν θεμελιωτῶν καὶ ἀρχηγῶν  τῶν αἱρέσεων, προτρέποντας γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας, «ἔκτεινον τὴν τῆς ἀγάπης σαγήνην, ἴνα μὴ τὸ χωλὸν ἐκτραπῇ, ἰαθῇ δὲ μᾶλλον (…) ἐπίβαλε τὸ γλυκὺ ἄγκιστρον τῆς συμπαθείας καί, οὕτως ἐρευνήσας τὰ κεκερυμμένα, ἀνάσπασον ἐκ τοῦ βάθους τῆς ἀπωλείας τὸν καταδύντα τὸ φρόνημα»[70].

10. Τὸ ἀποτελεσματικότερο φάρμακο γιὰ τὴ θεραπεία τῶν αἱρετικῶν συνεπῶς, ἐφόσον αἰτία τῶν αἱρέσεων εἶναι ὁ ἐγωισμὸς καὶ ἡ ὑπερηφάνεια, ἀποτελεῖ «ἡ τῆς ἀγάπης θερμότης», ἡ ὁποία «πάντα τύφον καὶ ἀπόνοιαν πυρὸς σφοδρότερον διαλύει»[71], καθὼς καὶ ἡ πραότητα καὶ ἡ ἐπιείκεια στὴ μεταχείρισή τους ἐκ μέρους τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτὸ καὶ προτρέπει ἐπιτακτικά, «μὴ τοίνυν πρὸς ἐκείνους ἀγριαίνομεν, μηδὲ θυμὸν προβαλλώμεθα, ἀλλὰ μετὰ ἐπιεικείας αὐτοῖς διαλεγώμεθα· οὐδὲν γὰρ ἐπιεικείας καὶ πραότητος ἰσχυρότερον»[72]. Ὡς τὸ πλέον σημαντικὸ στοιχεῖο μάλιστα ἔνδειξης τῆς ἀγάπης τῶν πιστῶν γιὰ τὴν πνευματικὴ θεραπεία καὶ ἐπιστροφὴ τῶν αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία, ὁ ἱερὸς Πατὴρ θεωρεῖ τὴ θερμὴ προσευχή, τονίζοντας τὴ σπουδαιότητά της μὲ τὸ «εὔχεσθαι τοὺς τὰ τοιαῦτα νοσοῦντας ὑγιάναι ποτὲ»[73] καὶ μάλιστα προτρέποντας τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας νὰ αὐξάνουν τὴν ἔνταση καὶ τὴ διάρκεια τῆς προσευχῆς τους τόσο, ὅσο περισσότερο ἀσεβοῦν κακοδόξως οἱ αἱρετικοί, καθὼς εἶναι ἀπαραίτητο «τοσοῦτον πλέον ὑπὲρ αὐτῶν παρακαλοῦντες καὶ δεόμενοι ἀποστῆναι πότε τῆς μανίας»[74].

11. Τὸ σημαντικότερο μέσο ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρέσεων καὶ ἐπαναφορᾶς τῶν ὀπαδῶν τους στὴν ὀρθὴ πίστη, κατὰ τὸν ἱερὸ Πατέρα, εἶναι ἡ ἐπιδίωξη συνεχοῦς ἐπικοινωνίας καὶ ἡ διεξαγωγὴ εἰλικρινοῦς καὶ ἐν ἀγάπῃ διαλόγου μαζί τους μὲ σκοπὸ τὴν ἐπανένταξή τους στὴν Ἐκκλησία. Ἐξαιτίας μάλιστα τῆς σπουδαιότητας ἀλλὰ καὶ τῆς σοβαρότητας τοῦ ἐγχειρήματος, ὁ διάλογος μὲ τοὺς αἱρετικοὺς δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀναλαμβάνεται ἀπὸ τὰ ἁπλὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ διεξάγεται μόνο ἀπὸ τὰ ἔμπειρα καὶ ἐντεταλμένα γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ μέλη της ποὺ εἶναι καταρτισμένα κατάλληλα, προκειμένου νὰ καταφέρουν νὰ θεραπεύσουν ἀποτελεσματικότερα τὴν πνευματική τους ἀσθένεια. Καὶ αὐτό, διότι, ἂν ὁ διάλογος ἀποπροσανατολιστεῖ καὶ λάβει τὴ μορφὴ ὑποκριτικῆς φλυαρίας, τότε καθίσταται ἀνούσιος καὶ ἀναποτελεσματικός, μετατρεπόμενος στὴν πραγματικότητα σὲ καθαρὴ «μοιχείαν»[75]. Ὡς πρότυπο καὶ ὁδηγὸ τοῦ διαλόγου μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ὁ ἱερὸς Πατὴρ θεωρεῖ τὸν ἴδιο το Χριστό, ὁ Ὁποῖος διαλεγόμενος μὲ τοὺς Φαρισαίους καὶ τοὺς Σαδδουκαίους, καὶ «τὸ ψεῦδος ἤλεγχεν» καὶ «τὴν κακίαν ἀνέτρεπεν»[76]. Μάλιστα, ὅπως ὁ Κύριος διαλεγόταν συνεχῶς, ἔτσι καὶ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του θὰ πρέπει νὰ διαλέγονται διαρκῶς μὲ τοὺς ὀπαδοὺς τῶν αἱρέσεων καὶ μάλιστα μὲ ἀγάπη, λεπτότητα, προσήνεια καὶ ἐπιείκεια, ἐφόσον πρόκειται γιὰ ἀνθρώπους «φρενίτιδι περιπεσόντας νόσῳ καὶ παραπαίοντας», μὲ στόχο νὰ ἐπανέλθουν «πρὸς τὸ τῆς γνώσεως φῶς»[77]. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καὶ ὅσοι ἐπικοινωνοῦν ἢ διαλέγονται μὲ τοὺς αἱρετικούς, θὰ πρέπει νὰ εἶναι «ἰσχυρότεροι καὶ ἀνεπηρέαστοι καὶ δυνάμενοι ἐκ τῆς ἐκείνων ὁμιλίας μηδεμίαν παραδέξασθαι βλάβην»[78]. Ἀντίθετα ὅσοι εἶναι ἀσθενεῖς στὴν πίστη, δὲν ἔχουν ἐπαρκῆ ἁγιογραφικὴ κατάρτιση, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀπαραίτητο πνευματικὸ ἐξοπλισμό, θὰ πρέπει νὰ ἀποφεύγουν σὲ κάθε περίπτωση τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς[79], ἀκόμη καὶ ἂν συνδέονται μαζί τους μὲ φιλικοὺς δεσμούς. Διότι, ἐνῶ ἡ φιλία μαζί τους μπορεῖ καὶ νὰ ἀποβεῖ καρποφόρα γιὰ τὴ σωτηρία τους ὅταν οἱ πιστοὶ ποὺ θὰ διαλεχθοῦν μαζί τους εἶναι σταθεροὶ καὶ ὥριμοι στὴν πίστη[80], ὅταν ἀντίθετα εἶναι ἀσθενεῖς καὶ χωρὶς τὴν ἀπαραίτητη πνευματικὴ κατάρτιση καὶ πείρα, ἡ φιλία μπορεῖ νὰ καταστεῖ ἀφορμὴ νὰ ἐκτραποῦν καὶ οἱ ἴδιοι στὴν αἵρεση[81].

12. Ὁ διάλογος μὲ τοὺς αἱρετικοὺς δὲν προϋποθέτει, κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, ὁποιαδήποτε ὑποχώρηση ἀπὸ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε διαπραγμάτευση οἱουδήποτε σημείου της, ἀλλὰ ἐμμονὴ σ’ αὐτὴν καὶ προσπάθεια προσελκύσεως καὶ ἐπαναφορᾶς τους στὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα καὶ ὁμόνοια μὲ τὴν πειθὼ καὶ μὲ σκοπὸ τὴ σωτηρία τους. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καὶ τονίζει ἰδιαίτερα, ὅτι ἡ καλλιέργεια τῆς ἀγάπης καὶ ἡ ἐπικράτηση τῆς ὁμόνοιας προϋποθέτουν τὴ διαφύλαξη τῆς ἀλήθειας τῆς πίστεως, προτρέποντας ἐπιτακτικὰ ὅσους διαλέγονται μὲ τοὺς ὀπαδοὺς τῶν αἱρέσεων, «μηδὲν νόθον δόγμα τῷ τῆς ἀγάπης προσχήματι παραδέχησθε»[82], ἀλλά, «εἰ δὲ ποὺ τὴν εὐσέβειαν παραβλαπτομένην ἴδοις, μὴ προτίμα τὴν ὁμόνοιαν τῆς ἀληθείας, ἀλλ’ ἵστασο γενναίως ἕως θανάτου (…) τὴν ἀλήθειαν μηδαμοῦ προδιδούς»[83]. Ἡ παραδοχὴ νόθων δογμάτων καὶ ἡ πλάνη στὴν πίστη, τονίζει ὁ ἱερὸς Πατήρ, οὔτε τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη καλλιεργεῖ, οὔτε τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα καὶ ὁμόνοια μπορεῖ νὰ ἐξασφαλίσει, ἐφόσον, ὅταν τίθενται σὲ ἕναν τέτοιο διάλογο ὑπὸ διαπραγμάτευση σημεῖα τῆς πίστεως μὲ σκοπὸ τὴν προσθήκη ἢ τὴν ἀφαίρεση ἐπιμέρους στοιχείων γιὰ τὴν ἐπίτευξη συμφωνίας χάριν τῆς ἀγάπης, τότε ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος ἐκτροπῆς τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας σὲ ἄλλες καὶ μάλιστα ὀδυνηρότερες αἱρέσεις[84]. Καὶ τοῦτο, διότι, ὅπως ὑπογραμμίζει χαρακτηριστικὰ ἑρμηνεύοντας τὸν ἀπ. Παῦλο, «ὅτι μικρὸν παραποιηθέν, τὸ ὅλον λυμαίνεται, εἶπε τὸ Εὐαγγέλιον ἀνατρέπεσθαι»[85].
13. Ὁ σκοπὸς τοῦ διαλόγου μὲ τοὺς αἱρετικοὺς συνεπῶς, δὲν εἶναι ἡ διαπραγμάτευση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως μαζί τους, ἀλλὰ ἡ ἐπίτευξη τῆς ἐν μετανοίᾳ ἐπιστροφῆς τους στὴν Ἐκκλησία ὡς σὲ πνευματικὸ ἰατρεῖο[86], κάτι ποὺ γιὰ νὰ ἐπιτύχει εἶναι ἀπαραίτητο νὰ γίνεται μὲ ἰδιαίτερη λεπτότητα καὶ διάκριση, ὥστε, ὅταν κανεὶς κατὰ τὸν ἔλεγχο τῶν αἱρετικῶν «μετ’ ἐγκωμίων πλέκει τὰς κατηγορίας»[87], ἐκεῖνοι νὰ πείθονται ἀποδεχόμενοι τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καὶ νὰ ἐπανεντάσσονται στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καὶ ὁ διάλογος τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μὲ τοὺς αἱρετικούς, δὲν διεξάγεται «πρὸς ἔχθραν, ἀλλ’ ὥστε αὐτοὺς διορθῶσαι»[88] ὅπως ἔκανε καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μὲ τοὺς ἀρειανοὺς Ἀνομοίους, μὲ σκοπὸ ὅπως σημειώνει «οὐχ ἵνα καταβάλω τοὺς ἐναντίους, ἀλλ’ ἵνα ἀναστήσω κειμένους», καθὼς μόνον αὐτὸς ὁ τρόπος ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρετικῶν «τοὺς μὲν φιλονικοῦντας πλήττειν οἶδεν, τοὺς δὲ εὐγνωμόνως ἀκούοντας μετὰ πολλῆς θεραπεύειν τῆς ἐπιμελείας», ἀλλὰ καὶ μιὰ τέτοια μεταχείριση «οὐχὶ δίδωσι τραύματα, ἀλλὰ ἰᾶται τραύματα»[89] μὲ τὴν ἐπανένταξή τους στὴν Ἐκκλησία.




[1] Πλούσια βιβλιογραφία γιὰ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ ἱεροῦ Πατρὸς βλ. Σ.Γ. Παπαδοπούλου, Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τ. Α΄, Ἡ ζωή του, ἡ δράση του, οἱ συγγραφές του, Ἀθήνα 1999, σ. 172-217. Τοῦ Αὐτοῦ, Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τ. Β΄, Ἡ σκέψη του, ἡ προσφορά του, ἡ μεγαλοσύνη του, Ἀθήνα 1999. Τοῦ Αὐτοῦ, Πατρολογία, Γ΄, Ὁ Πέμπτος Αἰώνας. Ἀνατολὴ Δύση, Ἀθήνα 2010, σ. 166 ἐξ, ὅπως καὶ  τὴν Chrysostom Bibliography τοῦ Centre for Early Christian Studies τοῦ Australian Catholic University στὴ διεύθυνση http://www.cecs.acu.edu.au/chrysostombiblioA-C.html (ἀνάκτηση 02/03/2015).
[2] Εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους, PG 63, 73. Ὀνομαστικὴ ἀναφορὰ στὶς αἱρέσεις κάνει ἐπίσης Εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους, PG 63, 20-22 καὶ Εἰς τὴν πρὸς Φιλιππησίους, PG 62, 218-219.
[3] «καὶ μή, ἐὰν ἀκούσης, ὅτι οὐκ Ἕλλην, οὐδὲ Ἰουδαῖος, εὐθέως χριστιανὸν εἶναι νομίσεις, ἀλλ’ ἐξέτασον καὶ τὰ ἄλλα ἅπαντα» Εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους, PG 63, 73.
[4] Εἰς τὴν πρὸς Γαλάτας, PG 61, 616.
[5] Εἰς τὴν πρὸς Γαλάτας, PG 61, 670.
[6] «οὐδὲν χεῖρον φιλονικείας καὶ μάχης καὶ τοῦ τὴν Ἐκκλησίαν διασπᾶν καὶ τὸν χιτῶνα, ὃν οὐκ ἐτόλμησαν οἱ λησταὶ διαρρῆξαι, τοῦτον εἰς πολλὰ κατατεμεῖν μέρη» Εἰς τοῦ τὰ πρῶτα Πάσχα νηστεύοντας, PG 48, 863.
[7] Εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους, PG 62, 85.
[8] «ἡ γὰρ τῶν αἱρέσεων μήτηρ, ἡ τῆς φιλαρχίας ἐστιν ἐπιθυμία», καθὼς «ἐξ ἀπονοίας καὶ τύφου τοῦτο ἔλαβεν ἀρχὴν τὸ κακὸν» Εἰς τὴν πρὸς Γαλάτας, PG 61, 670. Ἀναφερόμενος ἀλλοῦ καὶ πάλι στὶς αἱρέσεις τονίζει πὼς «τοῦτο τὸ δένδρον ἐφύτευσεν μὲν λογισμῶν ἄκαιρος περιέργεια, ἐπότισε δὲ ἀπονοίας τύφος, ηὔξησε δὲ φιλοδοξίας ἔρως» Περὶ ἀκαταλήπτου, 2, PG 48, 719.
[9] Εἰς τὴν πρώτην πρὸς Τιμόθεον, PG 62, 509.
[10] Κάθε αἵρεση κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο προέρχεται «ἀπὸ τῶν δογμάτων τῶν παρὰ τὴν διδαχὴν τῶν ἀποστόλων» Εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους, PG 60, 675.
[11] Εἰς τὸ ρητὸν ‘ἐν ποία ἐξουσία...’, PG 56, 421. Εἰς τὴν πρὸς Φιλήμονα, PG 62, 219. Εἰς τὴν δευτέραν πρὸς Τιμόθεον, PG 62, 641-642.
[12] Εἰς τὸ ρητὸν ‘Πάτερ, εἰ δυνατόν ἐστι…’, PG 51, 37.
[13] Εἰς τὴν πρὸς Φιλιππησίους, PG 62, 218.
[14] Περὶ ἀκαταλήπτου,1, PG 48, 709.
[15] Εἰς τὴν Γένεσιν, PG 53, 69.
[16] Εἰς τὸ Ἰωάννου, PG 59, 39.
[17] Περὶ ἀκαταλήπτου,1, PG 48, 710.
[18] Γι’ αὐτὸ καὶ προτρέπει ἐμφατικὰ τοὺς πιστούς, «φευγέτω τὰς τούτων συνουσίας, ἀποπηδάτω τοὺς συλλόγους, ὥστε μὴ τὴν τῆς φιλίας ὑπόθεσιν ἀφορμὴν ἀσεβείας γενέσθαι» Περὶ ἀκαταλήπτου, 2, PG 48, 718. Ὅπως ὑπογραμμίζει μάλιστα, ἐὰν κάποιος ὅπως οἱ αἱρετικοὶ ἔχει «δόγμα διεστραμμένον, φεῦγε αὐτὸν καὶ παραίτησαι, μὴ πείθου, ‘μὴ μόνον ἂν ἄνθρωπος ἦ, ἀλλὰ κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών’» Εἰς τὴν δευτέραν πρὸς Τιμόθεον, PG 62, 610.
[19] Εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους, PG 63, 73.
[20] «γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει» Εἰς τὸ Ματθαίου, PG 57, 476.
[21] Περὶ ἀκαταλήπτου, 1, PG 48, 707.
[22] «τοῦ εἰς αἵρεσιν ἐμπεσεῖν τὸ τὴν Ἐκκλησίαν σχίσαι οὐκ ἔλαττόν ἐστι κακὸν» Εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους, PG 62, 87.
[23] «οὐδὲν χεῖρον φιλονικείας καὶ μάχης καὶ τοῦ τὴν Ἐκκλησίαν διασπᾶν καὶ τὸν χιτῶνα, ὃν οὐκ ἐτόλμησαν οἱ λησταὶ διαρρῆξαι, τοῦτον εἰς πολλὰ κατατεμεῖν μέρη» Εἰς τοῦ τὰ πρῶτα Πάσχα νηστεύοντας, PG 48, 863
[24] Εἰς τὴν πρώτην πρὸς Κορινθίους, PG 61, 11.
[25] Εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους, PG 62, 85.
[26] Εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους, PG 62, 85.
[27] Περὶ τοῦ μὴ δεῖν ἀναθεματίζειν, PG 48, 952.
[28] «ἀλλ’ ὅτι οἰκονομία τὸ πράγμα καὶ συγκατάβασις ἦν» Εἰς τὰς Πράξεις, PG 60, 323.
[29] Εἰς τὸν ἅγιον Ρωμανόν, PG 50, 607.
[30] Εἰς τὸν ἅγιον ἱερομάρτυρα Φωκᾶν, PG 50, 702.
[31] Πρβλ. Εἰς τὴν πρὸς Γαλάτας, PG 61, 617.
[32] Εἰς τὴν πρὸς Τίτον, PG 62, 696-697.
[33] Περὶ ἀκαταλήπτου, 2, PG 48, 718.
[34] Περὶ ἀκαταλήπτου, 2, PG 48, 718 καὶ Εἰς τὴν πρὸς Γαλάτας, PG 61, 666.
[35] Περὶ ἀκαταλήπτου,2, PG 48, 718.
[36] Εἰς τὸ Ματθαίου, PG 58, 477.
[37] Εἰς τὸ Ματθαίου, PG 58, 477.
[38] «φεῦγε μόνον, μὴ μάχου, μηδὲ πολέμει» Περὶ ἀκαταλήπτου, 1, PG 48, 708.
[39] Εἰς τὸ Ἰωάννου, PG 59, 223.
[40] «μισεῖν μὲν οὐκ ἐκείνους δέ, ἀλλὰ τὸ δόγμα, οὐ τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὴν πονηρὰν πρᾶξιν, τὴν διεφθαρμένην γνώμην» Εἰς τὴν πρώτην πρὸς Κορινθίους, PG 61, 282. Ἀλλὰ καὶ ἀλλοῦ τονίζει «κἀγὼ τοίνυν ἐὰν πολεμήσω αἱρετικοῖς, οὐκ αὐτοῖς τοῖς ἀνθρώποις πολεμῶ, ἀλλὰ τὴν πλάνην ἐκβαλεῖν βούλομαι καὶ τὴν σηπεδόνα ἐκκαθάραι» Εἰς τὸν ἅγιον ἱερομάρτυρα Φωκᾶν, PG 50, 700-701.
[41] Περὶ τοῦ μὴ δεῖν ἀναθεματίζειν, PG 48, 949.
[42] Εἰς τὸν ἅγιον ἱερομάρτυρα Φωκᾶν, PG 50, 701.
[43] Μάλιστα δὲ ὅπως τονίζει, γι’ αὐτὸ «ἀνάμεινον τὸν προσήκοντα καιρὸν» Εἰς τὸ Ματθαίου, PG 58, 477 καὶ Εἰς τὴν πρὸς Τίτον, PG 62, 697.
[44] Δηλαδὴ «τὰς πονηρὰς βοτάνας οὐκ ἄνωθεν ἀποκείρειν χρὴ μόνον, ἀλλ’ ἐξ αὐτῶν τῶν λαγόνων τῆς γῆς καὶ τῶν κόλπων ἀνασπᾶν καὶ γυμνὰς προτειθέναι τῇ θέρμῃ τῆς ἀκτίνος, ὥστε καταμαραθῆναι ῥᾳδίως» Περὶ ἀκαταλήπτου, 4, PG 48, 727.
[45] Ὅπως τονίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «δεῖ τῆς τοῦ Πνεύματος ἡμῖν φλογός, ἴνα μὴ μόνον ἀνασπάσωμεν, ἀλλὰ καὶ κατακαύσωμεν τὴν πονηρὰν ταύτην ῥίζαν» Περὶ ἀκαταλήπτου, 3, PG 48, 719.
[46] Εἰς τὴν πρὸς Φιλήμονα, PG 62, 218.
[47] Εἰς τὸ Ἰωάννου, PG 59, 233.
[48] Εἰς τὴν πρὸς Φιλήμονα, PG 62, 363. Πρὸς Ἀνομοίους,11,PG 48, 797. Περὶ τῆς ἀσαφείας τῶν προφητειῶν, PG 56, 167.
[49] Εἰς τὴν Γένεσιν, PG 53, 321.
[50] Εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους, PG 63, 73.
[51] Εἰς τὸ Ἰωάννου, PG 59, 324.
[52] Ἀπὸ τὴν ἄγνοια τῶν Ἁγ. Γραφῶν βλάστησε ἡ «λύμη τῶν αἱρέσεων» Εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους, PG 60, 391. Ἐπίσης Εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους, PG 63, 74.
[53] Ἔτσι, «οὐ τοίνυν ἀρκεῖ τὸ εἰπεῖν, ὅτι ἐν τῇ Γραφῇ γέγραπται, ἀλλὰ χρὴ καὶ τὴν ἀκολουθίαν ἀναγνῶναι πᾶσαν, ἐπεὶ εἰ μέλλοιμεν διακόπτειν τὴν πρὸς ἄλληλα συνέχειαν αὐτῶν καὶ συγγένειαν, πολλὰ οὕτω τεχθήσεται πονηρὰ δόγματα» (Εἰς τὸ ρητόν του προφήτου Ἱερεμίου ‘Κύριε, οὐχὶ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ὁδὸς αὐτοῦ, …’, PG 56, 156), τονίζοντας εἰδικότερα, ὅτι «οὐ δεῖ ἁπλῶς τὰς τῶν Γραφῶν ῥήσεις παραφέρειν, οὐδὲ ἐκκόπτοντας τῆς ἀκολουθίας, οὐδὲ τῆς συγγενείας ἀποσπώντας, οὐδὲ ἔρημα καὶ γυμνὰ τὰ ῥήματα τῆς τῶν ἑπομένων ἢ προλαβόντων βοηθείας λαμβάνοντας συκοφαντεῖν ἁπλῶς καὶ ἐπηρεάζειν» (Εἰς τὸ ρητόν του προφήτου Ἱερεμίου ‘Κύριε, οὐχὶ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ὁδὸς αὐτοῦ, …’, PG 56, 158).
[54] Εἰς τὸ Ἰωάννου, PG 59, 146.
[55] Εἰς τὸ ρητόν του προφήτου Ἱερεμίου ‘Κύριε, οὐχὶ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ὁδὸς αὐτοῦ, …’, PG 56, 156.
[56] Ὁ κάθε αἱρετικός, στὴν προσπάθειά του νὰ προσελκύσει τοὺς πιστοὺς στὴν κακόδοξη πλάνη, ἐπιχειρεῖ, κατὰ τὸν ἱερὸ Πατέρα, «τῇ ἀληθείᾳ ἀεὶ παρεισάγειν τὴν πλάνην, πολλὰ ἐπιχρωννύντα αὐτῇ τὰ ὁμοιώματα, ὥστε εὐκόλως κλέψαι τοὺς εὐεξαπατήτους» Εἰς τὸ Ματθαίου, PG 58, 475.
[57] Εἰς τὴν πρώτην πρὸς Κορινθίους, PG 61, 622-623.
[58] «οὐ μόνον οὐκ ἂν περιπέσομεν τῇ ἀπάτῃ, ἀλλὰ καὶ ἑτέρους ἀπατωμένους ἀπηλλάξαμεν ἂν καὶ τῶν κινδύνων ἐξειλκύσαμεν» Εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους, PG 63, 73-74.
[59] Ὁμιλία ὅτε τῆς Ἐκκλησίας ἔξω εὑρεθεὶς Εὐτρόπιος, PG 52, 397.
[60] Εἰς τὸ ῥητὸν ‘Οὐδέποτε ἀνέγνωτε…’, PG 56, 56.
[61] Εἰς τὰς Πράξεις, PG 60, 331.
[62] Εἰς τὸ Ματθαίου, PG 58, 477.
[63] Εἰς τὴν πρώτην πρὸς Κορινθίους, PG 61, 563.
[64] «Βούλει μαθεῖν, ὅση ἡ τοῦ βίου λαμπρότης, ὅσην ἔχει τὴν πειθώ; Πολλοὶ τῶν αἱρετικῶν οὕτως ἴσχυσαν, καὶ τὰ δόγματα καίτοι αὐτοῖς ὄντα διεφθαρμένα, οἱ πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων αἰδοῖ τῇ περὶ τὸν βίον οὐκ ἔτι τὸ δόγμα ἐξήτασαν· ἄλλοι δὲ καὶ καταγινώσκοντες αὐτῶν διὰ τὸ δόγμα, ἠδέσθησαν διὰ τὸν βίον» Εἰς τὰς Πράξεις,  PG 60, 331.
[65] Περὶ ἀκαταλήπτου, 1, PG 48, 705 καὶ Εἰς τὴν Γένεσιν, PG 53, 72.
[66] Περὶ ἀκαταλήπτου, 2, PG 48, 718.
[67] Ἔτσι τοὺς τονίζει συνεχῶς, «ἀνανήψατε μικρόν, διαβλέψατε πρὸς τὸ φῶς τῆς δικαιοσύνης, ἐννοήσατε τῶν ῥημάτων τὴν ἀκρίβειαν» Εἰς τὴν Γένεσιν, PG 53, 72.
[68] «οὐ γὰρ πιστεῦσαί ἐστι τὸ ζητούμενον μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸ μεῖναι ἀγαπώντας» Εἰς τὴν πρὸς Γαλάτας, PG 61, 666.
[69] Περὶ τοῦ μὴ δεῖν ἀναθεματίζειν, PG 48, 947.
[70] Περὶ τοῦ μὴ δεῖν ἀναθεματίζειν, PG 48, 949.
[71] Εἰς τὴν πρὸς Γαλάτας, PG 61, 670.
[72] Περὶ ἀκαταλήπτου,1, PG 48, 708.
[73] Περὶ ἀκαταλήπτου, 3, PG 48, 725.
[74] Περὶ ἀκαταλήπτου, 5, PG 48, 743.
[75] Εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους, PG 62, 88.
[76] Εἰς τὸ ῥητὸν ‘ἐν ποία ἐξουσία...’, PG 56, 414-415.
[77] Περὶ ἀκαταλήπτου, 2, PG 48, 718.
[78] Περὶ ἀκαταλήπτου, 2, PG 48, 718.
[79] «εἴ τις ἀσθενέστερος εἴη, φευγέτω τὰς τούτων συνουσίας, ἀποπηδάτω τοὺς συλλόγους» Περὶ ἀκαταλήπτου, 2, PG 48, 718.
[80] «ἐὰν δὲ [αἱ φιλίαι] μηδὲν ἡμᾶς εἰς τὸν τῆς εὐσεβίας ἀδικῶσι λόγον, ἔλκωμεν καὶ ἐπισπώμεθα πρὸς ἑαυτοὺς ἐκείνους» Περὶ ἀκαταλήπτου,1, PG 48, 708.
[81] «μὴ τὴν τῆς φιλίας ὑπόθεσιν ἀφορμὴν ἀσεβείας γενέσθαι» Περὶ ἀκαταλήπτου, 2, PG 48, 718.
[82] Εἰς τὴν πρὸς Φιλιππησίους,  PG 62, 191.
[83] Εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους, PG 60, 611.
[84] «ἵνα μὴ ἀναγκαζώμεθα μυρίαις ἐπιέναι αἱρέσεσι, καὶ πράγματα ἔχειν, ἀλλ’ ὅπερ ἂν ἦ προσθεῖναι, ἢ ἀφελεῖν τις ἐπιχειρήσειεν ἐκείνης, τοῦτο νόθον εἶναι νομίσωμεν» Εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους, PG 63, 73.
[85] Γιὰ νὰ τὸ ἐξηγήσει καλύτερα συγκρίνει τὴν προσπάθεια νοθεύσεως τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως μὲ τὴν παραχάραξη ἑνὸς νομίσματος, τονίζοντας ὅτι «καθάπερ γὰρ ἐν τοῖς βασιλικοῖς νομίσμασιν ὁ μικρὸν τοῦ χαρακτῆρος περικόψας, ὅλον το νόμισμα κίβδηλον εἰργάσατο, οὕτω καὶ ὁ τῆς ὑγιοῦς πίστεως καὶ τὸ βραχύτατον ἀνατρέψας, τῷ παντὶ λυμαίνεται» Εἰς τὴν πρὸς Γαλάτας, PG 61, 622.
[86] «ἰατρεῖον ὁ οἶκος οὗτος ἔστηκε πνευματικὸν» Εἰς τὸ Ἰωάννου, PG 59, 36.
[87] Εἰς τὴν πρὸς Γαλάτας, PG 61, 667 καὶ Εἰς τὴν πρώτην πρὸς Κοριθίους, PG 61, 566.
[88] Περὶ ἀκαταλήπτου, 5, PG 48, 741.

[89] Περὶ ἀκαταλήπτου,1, PG 48, 707-708.

Δεν υπάρχουν σχόλια: