Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018

Νίκου Ξυδάκη, Δέν ἔχω χρόνο

Νίκου Ξυδάκη, «Δὲν ἔχω χρόνο», Καθημερινή, 18.05.2003

Ὅταν μὲ ρωτᾶνε «πῶς πάει;» ἀπαντῶ χωρὶς νὰ σκεφτῶ «τρέχω». Ὅταν ἀποχαιρετῶ κάποιον παλιὸ φίλο, ἕναν γνωστό, ὕστερα ἀπὸ τυχαία συνάντηση, μᾶς ἀκούω σὰν τρίτος: «Τὰ λέμε… Τηλεφώνησε κι ἐσύ!» Ξέρω τὴν ἴδια στιγμὴ ὅτι δὲν πρόκειται νὰ τὰ ξαναποῦμε, δὲν πρόκειται νὰ τηλεφωνηθοῦμε, ἐκτὸς κι ἂν τὰ ξαναφέρει ἡ τύχη. Δὲν θὰ ποῦμε τίποτε. Ὄχι γιατί δὲν ἔχουμε λόγια, ἀλλὰ γιατί δὲν ἔχουμε χρόνο.


Ἡ πόλη καταπίνει τὸν χρόνο, τὸ βλέπεις στὰ πετρωμένα πρόσωπα τῶν ὁδηγῶν καθὼς ἀργοκυλᾶνε μποτιλιαρισμένοι. Τὰ πρόσωπα εἶναι κρῦα, ὁ νοῦς τρέχει ἀλλοῦ, ἢ ἁπλῶς στέκει παγωμένος, τὸ ἀνθρώπινο σμάρι βρίσκεται μέσα σὲ μιὰ φυσαλίδα ποὺ πηγαίνει ὅπως αὐτὴ θέλει, μαρσάρει καὶ φρενάρει, ἐπιταχύνει καὶ κόβει. Ὁ χρόνος μὲς στὴ φυσαλίδα εἶναι ἑνιαῖος καὶ αὐτόνομος, ἀνεπηρέαστος ἀπ’ τὰ ρολόγια τῶν περιεχόμενων. Οἱ περιεχόμενοι ἁπλῶς κυλοῦν μαζὶ μὲ τὴ φυσαλίδα.
Στὸ πολυάνθρωπο ποτάμι τῶν πόλεων ὁ χρόνος δὲν μᾶς ἀνήκει, δὲν τὸν ὁρίζουμε. Ὁ χρόνος μᾶς περιέχει καὶ μᾶς φεύγει, γλιστρᾶ διαρκῶς ἀπ’ τὰ ἀκροδάχτυλα καὶ πάντα τὸν κυνηγᾶμε. Ἡ πιὸ κυριολεκτικὴ ἔκφραση αὐτοῦ τοῦ ἀτέρμονου κυνηγητοῦ ἔρχεται ἀπὸ τὸν ἀγγλόφωνο κόσμο τῶν business: deadline. Δὲν εἶναι προθεσμία, δὲν εἶναι ὅριο, εἶναι μιᾶς διαρκὴς ὑπενθύμιση τοῦ θανάτου. Μετὰ τὴ γραμμή, ὁ μὴ χρόνος…
Ζοῦμε στὴ μεθόριο τοῦ κόκκινου ἀλάρμ. Ἀπὸ τὴ μιά, ἡ πάλλουσα ζωή, τὸ κυνηγητό, ἡ τρεχάλα, οἱ ἀνάσες καὶ οἱ παύσεις. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὸ σκότος, ἡ ἀκινησία τοῦ μὴ χρόνου. Σὲ χαραμάδες ἀνάμεσα στὸ ἀνάμεσα, ξετρυπώνουμε καμιὰ φορὰ τὰ «ἔχει ὁ Θεός», «πρῶτα ὁ Θεός», «νὰ ‘μαστε καλὰ καὶ βλέπουμε», «ἂν εἴμαστε καλά», κοινότοπα ξόρκια ποὺ κουβαλᾶνε ἐλπίδα, σοφὴ διστακτικότητα, οἰκονομία.
Στὸ λεωφορεῖο βλέπω τὰ πρόσωπα: βαριά, ἀνθρώπων ἐργατικῶν. Βαρύθυμα βλέμματα, ἀδειασμένα. Τὰ χέρια σφίγγουν μιὰ τσάντα, τσαλακώνουν ἕνα χαρτάκι. Εἶναι ξένοι οἱ περισσότεροι, καὶ μερικοὶ νέοι, μὲ φοιτητικὸ πάσο. Ὅταν πηγαίνω γιὰ δουλειά, αὐτοὶ ἐπιστρέφουν· τὸ βλέμμα δὲν ἔχει δύναμη οὔτε τὸ ρολόι νὰ κοιτάξει. Ἐγὼ κοιτάω τὸ ρολόι, ψαχουλεύω νευρικά το κινητό, ὅπως κάνουν οἱ πρωινοί. Βλέπω τὸ βέλος τοῦ χρόνου μου ἀντίδρομο μὲ τὸ δικό τους ― ὑποθέτω. Τὸ βέλος μ’ ἔχει πιάσει ἀπ’ τὸν γιακὰ καὶ μὲ πάει, μοιραῖο.
Στὴ μοτοσικλέτα ὁ χρόνος οἰκονομεῖται τὸ ἴδιο, βιώνεται διαφορετικά. Αὐτόνομος, μέσα στὴν πιὸ γρήγορη ἀτομικὴ φυσαλίδα, προσπερνᾶς, ἑλίσσεσαι, προφταίνεις. Φτάνεις νωρίτερα… Ποῦ; Γιατί; Ὁδηγεῖς ἀνακλαστικὰ πιά, γίνεσαι ἕνα μὲ τὴ ροή, μαντεύεις τὴν κίνηση μὲ ἐπίκτητους αἰσθητῆρες, εἶσαι ἕνας νέος ἀνθρωπότυπος, πρακτικός, δραστήριος, μὲ φορεσιά, ἐξάρτυση, handsfree, στοχοπροσήλωση. Ἀνήκεις στὴν τεράστια φυλὴ τῶν μαχητῶν τῆς πόλης, μετέχεις στὸ ἀδιάκοπο delivery, ἕνας ἀπὸ χιλιάδες ἀνθρώπους-κούριερ ποὺ ὀργώνουν τὴν ἄσφαλτο μὲ πίτσες, ἐπιταγές, cd, περισπούδαστα χαρτιά, λάπτοπ, δικόγραφα. Ὁ δίτροχος κερδίζει τὸν χρόνο μὲ κόπο, μὲ ἔνταση, ἐπαίρεται γιὰ τὴν ἐπίφαση τῶν τεντωμένων δεκάλεπτων ποὺ κέρδισε.
Ὅλοι, ἀνεξαρτήτως φυσαλίδας καὶ ἐπιτάχυνσης, ἔχουν τὶς στιγμὲς τοῦ freeze· ὅταν ὁ χρόνος δὲν παγώνει ἀκριβῶς, ἀλλὰ ἀργοσταλάζει. Ὅταν περιμένεις στὸν προθάλαμο ἑνὸς νοσοκομείου, ἔξω ἀπὸ χειρουργεῖο, ἔξω ἀπὸ ἰατρικὸ συμβούλιο. Ὅταν συχωρνᾶς ἕναν φίλο τρώγοντας ψαρόσουπα. Τότε ὁ χρόνος διαστέλλεται γιὰ νὰ χωράει σκέψεις, ἡ ζωὴ φλασάρει κατὰ ριπὰς ἢ παγώνει, τὰ λόγια ἀποκτοῦν βάρος, ὅλα ἐπανεκτιμῶνται. Σὲ τέτοια σύνορα, μὲ τὸ κορμὶ ἀδύναμο ἢ ἄδειο, πράγματι βιώνεις τὸν χρόνο, τὸν μετρᾶς στάλα στάλα, προλαβαίνεις νὰ δεῖς τὴν κάφτρα τοῦ τσιγάρου, ἀνακαλύπτεις χρώματα στὸ δειλινό, βλέπεις τὴ λεωφόρο ἀκίνητη ἀπὸ ψηλά, σὰν φαντασμαγορία κινηματογραφική, τὰ αὐτοκίνητα γλιστρᾶνε ἀργά, οἱ λάμπες φθορισμοῦ διαβρώνουν πρόσωπα, οἱ ψίθυροι ἀκούγονται καθαρά.
Ἐνώπιον τοῦ ἀμετάκλητου, ὁ χρόνος ξαναγίνεται βιολογικὸς καὶ ἀναστοχαστικός. Ἐνώπιον τῆς ἐκμηδένισης, ὁ νοῦς ἀναζητεῖ παρηγοριὰ στὸν ἑνιαῖο χρόνο τῆς μεταφυσικῆς· γυρεύει νὰ προεκτείνει, νὰ διαρκέσει, νὰ κρατηθεῖ, νὰ προβάλει. Ὁ πρακτικὸς ἄνθρωπος ξαρματώνεται, ἀποκαλωδιώνεται, τὸ always on touch δὲν χρησιμεύει. Ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει www, ἐπικοινωνία. Εἶσαι ἐσὺ καὶ ἐσύ. Βλέπεις τὸν χρόνο σὰν αὐτὸ ποὺ εἶναι: ζωή.

Ὕστερα ἐπιστρέφεις. Ἐγκλωβίζεσαι πάλι στὴ βαριὰ φυσαλίδα, κυλᾶς στοὺς δρόμους, βιάζεσαι, σπρώχνεις τὸν καιρό, σὲ πάει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: