Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2018

Ἰ.Κ.Ἀγγελοπούλου, Περί ἀκηδίας, Α'

Ἰωάννου Κ. Ἀγγελοπούλου
ΠΕΡΙ ΑΚΗΔΙΑΣ Α'
περιοδικὸ Παρεμβολὴ τεῦχος 121/2017

        1. Ἐννοιολογικὴ διασάφηση
        Στὴν σειρὰ τῶν θανασίμων ἁμαρτημάτων μετὰ τὸ πάθος τῆς λύπης ἀκολουθεῖ τὸ πάθος τῆς ἀκηδίας.


        Ἡ λέξις ἀκηδία εἶναι σύνθετος, ἀποτελουμένη ἀπὸ τὸ στερητικὸ α καὶ τὴν λέξι κῆδος, ἡ ὁποία σημαίνει φροντίδα. Κατὰ κυριολεξία ἀκηδία σημαίνει ἀφροντισία, ἀμέλεια, γιὰ τὴν πνευματικὴ ἐργασία.
        Ὅπως ὑπογραμμίζεται ἀπὸ τοὺς ἐρευνητές: «Ὁ ὅρος ἀπαντᾶ περὶ τὶς 8 φορές (Ἡσ. 61, 3, Ψαλμ. 118, 28, Σ. Σειρ. 29, 5 κ.ἀ.) στὴ μετάφραση τῆς Π.Δ. ὑπὸ τῶν Ο’, σὲ συνδυασμὸ πάντα μὲ τὴν καρδία (ψυχή): '[ἐν]ὕσταξεν ἡ ψυχή μου ἀπὸ ἀκηδίας βεβαίωσόν με ἐν τοῖς λόγοις σου' (Ψαλμ. 118, 28), μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀδιαφορίας, τῆς θλίψης καὶ τῆς ψυχοπνευματικῆς χαυνότητας» (Λεωνίδα Κάτσιρα, Ἡ ἀθυμία κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη Κασσιανό, Ἀθήνα 2016, σ. 109).
        Σύμφωνα μὲ τοὺς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας: «Ἀκηδία σημαίνει παράλυσις τῆς ψυχῆς καὶ ἔκλυσις τοῦ νοῦ, ὀκνηρία καὶ ἀδιαφορία πρὸς τὴν ἄσκησι, μίσος πρὸς τὶς μοναστικὲς ὑποσχέσεις. (Ἡ ἀκηδία εἶναι ἀκόμη) αὐτὴ ποὺ μακαρίζει τοὺς κοσμικούς, ποὺ κατηγορεῖ τὸν Θεὸν ὅτι δὲν εἶναι εὐσπλαγχνικὸς καὶ φιλάνθρωπος, ποὺ φέρνει ἀτονία τὴν ὥρα τῆς ψαλμῳδίας καὶ ἀδυναμία τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς» (Ἰωάννου Σιναΐτου, Κλῖμαξ, Λόγος 13, παρά: www.agiazoni.gr).
        «Σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Κασσιανό, στὰ ἱερὰ κείμενα, ἡ ἀκηδία σημαίνει κυρίως τὴ θλίψη, τὴν ἀποστροφή, τὴ νωθρότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνησυχία. Πράγματι, ἡ ἀκηδία σχετίζεται μὲ ἕνα ἰδιαίτερο εἶδος λύπης, τὴν ἀποκαρδίωση, τὴ βαριεστιμάρα, τὴ νωθρότητα, τὴν ἀδιαφορία, τὴν ἀκεφιά, τὴν ἀπραξία, τὴ μείωση / ἐξάντληση τῆς ψυχικῆς ἐνέργειας, τὴν ψυχικὴ κόπωση, τὴ διάλυση τῆς πνευματικότητας, τὴν παραμέληση τῆς μοναστικῆς ζωῆς, τὴ λιποταξία ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, τὴν κατάληψη τοῦ μίσους καὶ τὴν ἀπόγνωση» (Λεωνίδα Κάτσιρα, Ἡ ἀθυμία κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη Κασσιανό, Ἀθήνα 2016, σ. 112-113).
        Ἡ ἀκηδία συνδέεται στεν μὲ τὸ πάθος τῆς λύπης, ἂν καὶ διαφέρει ἀπὸ αὐτό. «Ὑπάρχει, ὅμως, μιὰ εἰδοποιὸς διαφορὰ μεταξὺ ἀθυμίας, λύπης καὶ ἀκηδίας. Ἡ λύπη / ἀθυμία βρίσκει θετικὴ θεμελίωση στὴν ἀνθρώπινη φύση· εἶναι δύναμη ψυχῆς καὶ ἡ ποιότητά της ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν προαίρεση. Ἀντίθετα, ἡ ἀκηδία δὲν προκύπτει ἀπὸ τὴν παρὰ φύση χρήση τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς, καθὼς δὲν ἔχει στὴ φύση καμιὰ θετικὴ θεμελίωση» (Λεωνίδα Κάτσιρα, Ἡ ἀθυμία κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη Κασσιανό, Ἀθήνα 2016, σ. 113). Ἐνῶ ἡ λύπη εἶναι, ὅπως ἔχουμε ἤδη ἐξετάσει σὲ προηγούμενα τεύχη, διαστροφὴ μιᾶς φυσικῆς δυνάμεως τῆς ψυχῆς, ἡ ἀκηδία εἶναι ἀποτέλεσμα μίας εὐθείας προσβολῆς - ἐπιθέσεως τῶν δαιμόνων στὸν ἀγωνιζόμενο χριστιανό, μὲ σκοπὸ νὰ κάμψουν τὸ φρόνημά του καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴν παραίτηση ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ - πνευματικὴ ζωή.

        2. Προέλευση τοῦ πάθους
        «Στὴ Νηπτικὴ Παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀκηδία θεωρεῖται τὸ πάθος ἐκεῖνο ποὺ πολεμᾶ ἰδιαίτερα τοὺς Μοναχούς [...] Κάποιοι Πατέρες μάλιστα (βλ. Εὐάγριο Ποντικὸ) ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ ἀκηδία εἶναι τὸ λεγόμενο «δαιμόνιο μεσημβρινὸ» (meridianum daemonem), ποὺ ἀναφέρει ὁ προφητάναξ Δαβίδ (Ψαλμ. 90, 6). Τότε ὁ ἀσκητὴς αἰσθάνεται ἐντελῶς ἀποκαμωμένος, πεινασμένος καὶ ἐξαντλημένος, σὰν νὰ ἔχει διανύσει μιὰ πολὺ μεγάλη ἀπόσταση, πεζοπορώντας, ἢ σὰν νὰ ἔχει ἐργασθεῖ σκληρά, ἢ σὰν νὰ ἔχει νὰ φάει δυὸ – τρεῖς ἡμέρες» (Λεωνίδα Κάτσιρα, Ἡ ἀθυμία κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη Κασσιανό, Ἀθήνα 2016, σ. 112).
        Τὸ πάθος αὐτό, ὅμως, προσβάλλει ὅλους τοὺς χριστιανούς, ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ βιώσουν μία αὐθεντικὴ πνευματικὴ ζωή. Οἱ λογισμοὶ τῆς ἀκηδίας εἶναι ποὺ συχνὰ μᾶς ὠθοῦν νὰ παραμελοῦμε τὴν προσευχή μας, νὰ ἀναβάλλουμε τὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν πνευματικῶν βιβλίων, νὰ προφασιζόμαστε κόπωση καὶ ἀνάγκη ὕπνου κατὰ τὴν διάρκεια τῆς κυριακάτικης θείας Λειτουργίας καὶ νὰ ἀμελοῦμε γενικὰ γιὰ τὴν πνευματική μας καλλιέργεια. Τὰ συγκεκριμένα πατερικὰ κείμενα ἀπευθύνονταν μὲν σὲ μοναχούς, ἀλλὰ τὰ πάθη καὶ οἱ πονηροὶ λογισμοὶ προσβάλλουν ὅλους τοὺς ἀγωνιζόμενους χριστιανούς.
        Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κασσιανὸς διδάσκει σχετικά: «Ἕκτος εἶναι ὁ ἀγώνας μας ἐναντίον τῆς ἀκηδίας (ἀμέλεια, πλήξη) ποὺ ἑνώνεται καὶ βοηθεῖ τὸ πνεῦμα τῆς λύπης. Δεινὸς καὶ βαρὺς δαίμονας αὐτός, πολεμᾶ πάντοτε τοὺς μοναχούς. [...] Ἐπίσης τοῦ φέρνει κατὰ τὸ μεσημέρι καὶ πείνα τόση, ὅση δὲν θὰ προξενοῦσε σ' αὐτὸν τριήμερη νηστεία ἢ μακρὰ ὁδοιπορία ἢ βαρύτατος κόπος. Ἔπειτα τοῦ ὑποβάλλει λογισμοὺς ὅτι μὲ κανένα ἄλλο τρόπο δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν ἀσθένεια αὐτὴ καὶ τὸ βάρος της, παρὰ μὲ τὸ νὰ βγαίνει ἔξω συνεχῶς καὶ νὰ ἐπισκέπτεται τοὺς ἀδελφούς, τάχα γιὰ ὠφέλεια ἢ ἐπίσκεψη τῶν ἀσθενῶν. Κι ὅταν δὲν μπορέσει νὰ τὸν ἐξαπατήσει μὲ αὐτά, τότε ἀφοῦ τοῦ φέρνει πολὺ βαρὺ ὕπνο, ἐπιτίθεται ἐναντίον του σφοδρότερος καὶ δυνατότερος, καὶ δὲν μπορεῖ διαφορετικὰ νὰ νικηθεῖ, παρὰ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὴν ἀργολογία καὶ μὲ τὴν μελέτη τῶν θείων λόγων καὶ τὴν ὑπομονὴ στοὺς πειρασμούς. Γιατί ἂν δὲν τὸν βρεῖ ἀσφαλισμένο μὲ αὐτὰ τὰ ὅπλα, τότε ἀφοῦ τὸν κατατρυπήσει μὲ τὰ βέλη του, τὸν κάνει ἄστατο, ὀνειροπόλο, ράθυμο, ἄεργο καὶ τὸν ὁδηγεῖ νὰ ἐπισκέπτεται πολλὰ μοναστήρια καὶ νὰ μὴν φροντίζει γιὰ τίποτε ἄλλο, παρὰ ποῦ γίνονται τραπέζια καὶ συμπόσια. Γιατί ἡ διάνοια αὐτοῦ ποὺ ἔπεσε σὲ ἀκηδία τίποτε ἄλλο δὲν φαντάζεται παρὰ τὶς μάταιες σκέψεις ὅσων ἀναφέραμε. Ἀπὸ αὐτὰ τὸν δεσμεύει καὶ σὲ κοσμικὰ πράγματα καὶ τὸν δελεάζει λίγο-λίγο σὲ ἐπιβλαβεῖς ἀσχολίες, μέχρις ὅτου καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴ μοναχικὴ ζωὴ τὸν διώξει» (Ἰωάννου Κασσιανοῦ, Περὶ τῶν ὀκτὼ λογισμῶν, παρά: www.agiazoni.gr).
        Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης συνδέει τὴν ἀκηδία μὲ τὸν μονήρη βίο. «Τὸ κοινόβιο εἶναι ἐχθρός της ἀκηδίας, ἐνῷ σ᾿ ἕναν ἡσυχαστὴ ἡ ἀκηδία γίνεται σύζυγος αἰώνιος· δὲν θὰ τὸν ἀποχωρισθῆ πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό του, καὶ πρὶν ἔλθη τὸ τέλος του θὰ τὸν πολεμᾶ καθημερινά. Μόλις ἀντίκρυσε τὸ κελλὶ τοῦ ἡσυχαστοῦ ἐμειδίασε καὶ ἀφοῦ τὸν ἐπλησίασε ἔστησε κοντὰ τὴν σκηνή της» (Ἰωάννου Σιναΐτου, Κλῖμαξ, Λόγος 13, παρά: www.agiazoni.gr).



Δεν υπάρχουν σχόλια: